Οι αγορές συναλλάγματος επιδεικνύουν υψηλή μεταβλητότητα (high volatility), σε περιόδους αστάθειας, όπως η τρέχουσα, και οι επενδυτές στρέφονται σε νομίσματα χαμηλού κινδύνου.
Ένα από αυτά είναι το ελβετικό φράγκο, το οποίο, για περισσότερο από 85 χρόνια, έχει λειτουργήσει ως νόμισμα ασφαλούς καταφυγίου σε περιόδους γεωπολιτικών εντάσεων ή οικονομικής αβεβαιότητας, επωφελούμενο της ανάγκης των συμμετεχόντων στις αγορές για ασφαλέστερες τοποθετήσεις.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, ο λόγος που το ελβετικό φράγκο αποτελεί ένα από τα ασφαλή νομίσματα του κόσμου συνδέεται με την απόφαση της κυβέρνησης της Ελβετίας το 1934 να επιτρέψει τη χρήση αριθμημένων τραπεζικών λογαριασμών και τη διαφύλαξη της ανωνυμίας των δικαιούχων τους.
Η εν λόγω απόφαση και, σε μεταγενέστερο στάδιο, η εισαγωγή χαμηλών φορολογικών συντελεστών συνέβαλαν στη διοχέτευση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων προς το τραπεζικό σύστημα της
Ελβετίας.
Το ξέσπασμα της κρίσης του 2008
Στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-09 και της συνακόλουθης κρίσης χρέους στη ζώνη του ευρώ, το ελβετικό φράγκο δικαίωσε το χαρακτηρισμό του, ως η ασφαλέστερη εναλλακτική λύση σε σχέση με άλλα νομίσματα, όπως το δολάριο ΗΠΑ, το ευρώ, το γιεν και η στερλίνα.
Κι αυτό διότι αυτά σχετίζονταν με υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους και αρνητικές οικονομικές προοπτικές.
Στην ίδια περίοδο, οι αρχές της Ελβετίας υπό την ασφυκτική πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ιταλίας, δέχτηκαν να άρουν σταδιακά το καθεστώς του τραπεζικού απορρήτου.
Στόχος ήταν να επιβάλουν κάποιο είδος φορολογικής δικαιοσύνης στις κοινωνίες τους, καθώς αυτές υπέστησαν σοβαρά πλήγματα στη διάρκεια των προαναφερθεισών κρίσεων.
Το τραπεζικό απόρρητο
Σήμερα, οι αρχές της Ελβετίας έχουν εισαγάγει το σύστημα της ονομαζόμενης «αυτόματης διακριτικής
ανταλλαγής τραπεζικών πληροφοριών» που ανέπτυξε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και
Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), θέτοντας τέλος στο καθεστώς του τραπεζικού απορρήτου.
Ωστόσο, η άρση του τραπεζικού απορρήτου, όπως μαρτυρά η διαχρονική εξέλιξη της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, από το 2018 μέχρι σήμερα, δεν επηρέασε αρνητικά τη ζήτηση για το τελευταίο.
Το ελβετικό φράγκο έχει αποδείξει επανειλημμένα την ανθεκτικότητά του έναντι των περισσοτέρων νομισμάτων, παρά τις πολλές και διαφορετικού τύπου κρίσεις που έχουν πλήξει την παγκόσμια οικονομία.
Η ισχυρή και σταθερή οικονομία της Ελβετίας είναι, ενδεχομένως, ο σημαντικότερος λόγος που δικαιολογεί τη συμπεριφορά του ελβετικού φράγκου.
Τα μακροοικονομικά δεδομένα
Η Ελβετία είναι μία από τις λίγες χώρες σε όλο τον κόσμο που παραδοσιακά εμφανίζει πλεόνασμα στο
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, γεγονός που σημαίνει ότι περισσότερα κεφάλαια εισέρχονται στη χώρα
έναντι αυτών που εξέρχονται, διατηρώντας υψηλή τη ζήτηση για το ελβετικό φράγκο.
Επιπρόσθετα, θετικά επιδρά στη ζήτηση το χαμηλό επίπεδο χρέους της χώρας. Μολονότι ο μέσος δείκτης χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ομάδα των χωρών G7 υπερβαίνει το 115%, ο αντίστοιχος δείκτης της Ελβετίας διαμορφώνεται περί το 41%.
Επιπλέον, η στάση της Ελβετίας να αρνηθεί την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Ευρώ της προσδίδει ένα βαθμό οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης, γεγονός που συνδράμει στην ενίσχυση της ελκυστικότητας του ελβετικού νομίσματος.
Η ισοτιμία με το ευρώ
Όπως όλες οι χώρες με ισχυρό νόμισμα, έτσι και η Ελβετία αποτελεί έναν ιδιαιτέρως επιζητούμενο επενδυτικό προορισμό για τους συμμετέχοντες στις αγορές, καθώς έχει επιτύχει να δημιουργήσει έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο, με ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Σε γενικές γραμμές, η πολιτική σταθερότητα, η χρηστή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική και τα ικανοποιητικά μακροοικονομικά μεγέθη αποτελούν τα κύρια συστατικά που καθιστούν το ελβετικό φράγκο νόμισμα ασφαλούς καταφυγίου.
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και την κρίση χρέους που έπληξε τη ζώνη του ευρώ, το ελβετικό φράγκο και ο χρυσός αποτέλεσαν τις σημαντικότερες επιλογές των ευρωπαίων καταθετών, με
αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ.
Το όριο του 1,20
Ειδικότερα, το ελβετικό νόμισμα από τα 1,68 ελβ.φράγκα ανά ευρώ που ήταν το 2007 υποχώρησε περί τα
1,09 ελβ.φράγκα ανά ευρώ τον Αύγουστο 2011, αναγκάζοντας την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) το
Σεπτέμβριο 2011 να παρέμβει, θέτοντας ανώτατο όριο ενίσχυσης του φράγκου έναντι του ευρώ, τα 1,20
ελβ.φράγκα.
Στην περίπτωση διάσπασης του ορίου, ήταν ξεκάθαρο ότι θα υπήρχε απεριόριστη στήριξη στο εθνικό νόμισμα, καθώς αυξάνονταν οι κίνδυνοι για την οικονομία.
Ο στόχος της SNB ήταν διπλός, να προστατεύσει την ανταγωνιστικότητα των ελβετικών εξαγωγών και να απομακρύνει την εμφάνιση μελλοντικών πληθωριστικών πιέσεων.
Ωστόσο, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) την ίδια περίοδο να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να εισφέρει ρευστότητα στις αγορές εξαιτίας της κρίσης χρέους που έπληττε τη ζώνη του ευρώ έκανε πολύ δύσκολο το έργο της SNB.
Η τελευταία διατήρησε το όριο των 1,20 ελβ.φράγκων/ευρώ, μέχρι τον Ιανουάριο 2015, ενώ παράλληλα μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο -0,75%, προσδοκώντας το φράγκο να περιορίσει την ελκυστικότητά του ως ασφαλές καταφύγιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η SNB, προκειμένου να υποστηρίξει το μέγιστο επιτρεπτό όριο ενίσχυσης του
ελβετικού φράγκου με το ευρώ, είχε κατορθώσει το 2014 να συγκεντρώσει περί τα 480 δισ. δολάρια σε ξένο
νόμισμα, ποσό που αντιστοιχούσε στο 70% του ΑΕΠ.
Η αιφνιδιαστική άρση του ορίου των 1,20 ελβ.φράγκων, στις αρχές του 2015, προκάλεσε την απότομη ενίσχυση του φράγκου, με αποτέλεσμα το τελευταίο να διαμορφωθεί μέχρι τα 0,85 ελβ.φράγκα ανά ευρώ (χαμηλό ημερήσιας διακύμανσης).
Ωστόσο, η ενίσχυσή του ήταν πρόσκαιρη, καθώς στη συνέχεια άρχισε να εξασθενεί με αποτέλεσμα τον Απρίλιο 2018 να επαναπροσεγγίσει τα 1,20 ελβ.φράγκα.
Μια σωρεία παραγόντων, όπως η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η εμπορική διαμάχη μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, οι γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και η αυξημένη αβεβαιότητα για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, λόγω της εξάπλωσης της πανδημικής κρίσης του COVID-19, ενίσχυσαν το ελβετικό νόμισμα μέχρι τα 1,05 ελβ.φράγκα ανά ευρώ τον Απρίλιο 2020.
Το ελβετικό φράγκο στην εποχή της πανδημίας
Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα εξαιτίας της πανδημικής κρίσης που πλήττει τις
περισσότερες χώρες του πλανήτη είναι σε γενικές γραμμές καθοδικοί στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ενώ η
αβεβαιότητα διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.
Το ελβετικό φράγκο, παρά τις διαχρονικές μεταβολές του, συνεχίζει να αποτελεί νόμισμα ασφαλούς καταφυγίου στα χαρτοφυλάκια των συμμετεχόντων στις αγορές, ενώ η πιθανότητα να συνεχίσει να συμπεριφέρεται ως ασφαλές καταφύγιο στο προσεχές μέλλον παραμένει.
Η φύση του ασφαλούς καταφυγίου για το ελβετικό φράγκο αποτελεί μια συνεχή πρόκληση για την ελβετική
οικονομία, καθώς η αξία του ελβετικού νομίσματος τείνει να αντικατοπτρίζει τη φύση κάθε παγκόσμιας κρίσης που ξεσπά.
Ορισμένα γεγονότα στο παρελθόν (Brexit, αποτέλεσμα προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ - 2016) απέδειξαν ότι η δυναμική του φράγκου είναι μικρότερη της προσδοκώμενης, γεγονός που ενδεχομένως να αποδίδεται στη σχετικά μικρότερη ρευστότητά του έναντι του ευρώ ή της στερλίνας, καθώς δεν αποτελεί κύριο νόμισμα στις εμπορικές συναλλαγές.
Η διεθνής πολιτική και οικονομική αστάθεια είναι ο κυριότερος παράγοντας που ενδεχομένως θα προκαλέσει την αύξηση της ζήτησης και κατά συνέπεια θα συμβάλει στην ισχυροποίησή του.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο ρόλος του ασφαλούς καταφυγίου δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του ελβετικού φράγκου.
Υπάρχουν και άλλα νομίσματα που διεκδικούν τον ίδιο ρόλο σε δύσκολες στιγμές, όπως το γιεν και το δολάριο ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιο νόμισμα θα αποτελέσει προτιμώμενη πηγή ασφάλειας για τους συμμετέχοντες στις αγορές.
Πηγή: Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank