A- A+
Δεν χρειάζεται δήλωση χάρτινων αποδείξεων για το 2016 - Με κάρτες η συλλογή το 2017
Αχρείαστη είναι η συλλογή αποδείξεων τη φετινή χρονιά, καθώς στις δηλώσεις που θα υποβληθούν το 2017 δεν είναι απαραίτητες για τη χορήγηση του αφορολόγητου ορίου.

Πηγές του υπουργείου Οικονομικών που μίλησαν στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) ξεκαθάρισαν ότι για τα φετινά εισοδήματα δεν είναι απαραίτητη η συλλογή αποδείξεων.

Η χορήγηση του αφορολόγητου ορίου στις δηλώσεις του 2017 (εισοδήματα 2016) θα γίνει χωρίς να συμπληρωθεί ο κωδικός που αφορά τις αποδείξεις δαπανών που συγκέντρωσε ο φορολογούμενος.

Τα πάντα με κάρτες το 2017

Το μέτρο της συλλογής αποδείξεων θα επανέλθει το 2017, ωστόσο θα γίνονται αποδεικτές μόνον οι αγορές που έχουν πληρωθεί με κάρτα, πιστωτική, χρεωστική ή προπληρωμένη.

Το υπουργείο Οικονομικών θα οριστικοποιήσει το νέο καθεστώς με νομοσχέδιο που θα φέρει μέχρι το τέλος του έτους στη Βουλή.

Σύμφωνα με πληροφορίες, από 1/1/2017 μισθωτοί και συνταξιούχοι θα πρέπει να καλύπτουν ποσοστό του ετήσιου εισοδήματός τους με δαπάνες μέσω καρτών ή e-banking για να κατοχυρώνουν την ετήσια έκπτωση φόρου, που θα κυμαίνεται από 1.900 έως 2.100 ευρώ.

Το ύψος των δαπανών

Το ύψος των δαπανών που θα πρέπει να εμφανίζεται ότι πληρώνεται με κάρτα, υπολογίζεται ως ποσοστό επί του ετήσιου εισοδήματος. Συγκεκριμένα:

  • Εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ 10%
  • Εισοδήματα 10.000 - 20.000 ευρώ 15%
  • Εισοδήματα 20.000 - 40.000 ευρώ 20%
  • Πάνω από 40.000 ευρώ 30%

Στις δαπάνες που αναγνωρίζονται για την έκπτωση φόρου περιλαμβάνονται όλες οι αγορές καταναλωτικών αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών.

Δηλαδή ακόμη και αγορές σε σούπερ μάρκετ, πληρωμές ενοικίων, λογαριασμών ΔΕΚΟ, τόκων από στεγαστικά δάνεια, ασφαλίστρων, διδάκτρων, κοινοχρήστων.

Θα εξαιρούνται οι μεταφορές ποσών σε άλλα πρόσωπα και τα εμβάσματα.

Από την υποχρέωση κάλυψης ποσοστού του ετησίου εισοδήματος με «πλαστικό» ή «ηλεκτρονικό» χρήμα εξαιρούνται οι συνταξιούχοι άνω των 70 ετών και οι μισθωτοί και συνταξιούχοι που ζουν σε οικισμούς με πληθυσμό κάτω από 3.000 κατοίκους και σε ορεινές περιοχές πάνω από ένα συγκεκριμένο υψόμετρο.