A- A+
Αυξημένο αφορολόγητο σε όσους δαπανούν το 80% του εισοδήματός τους πληρώνοντας με κάρτα
Μπόνους υψηλότερο αφορολόγητο όριο θα προσφέρει η εφορία σε όσους χρησιμοποιούν τις κάρτες για την πλειονότητα των ετήσιων δαπανών τους.

Όπως προκύπτει από το σχέδιο του υπουργείο Οικονομικών για την επέκταση της χρήσης καρτών, όσοι δαπανούν πάνω από το 80% του εισοδήματός τους, κάνοντας χρήση καρτών, θα απολαμβάνουν υψηλότερο αφορολόγητο όριο.

Ως αποτέλεσμα, ο φόρος που θα προκύπτει θα είναι χαμηλότερος. Ακόμη ωστόσο, δεν έχουν γίνει οριστικοποιηθεί τα ελάχιστα όρια δαπανών που θα πρέπει να πραγματοποιούνται με κάρτα.

Όσοι πιάνουν αυτά τα όρια, θα κερδίζουν το σύνολο του αφορολόγητου ορίου που θα θεσπιστεί.

Από την άλλη πλευρά, όσοι δεν καταφέρνουν να κάνουν με ηλεκτρονικό τρόπο τα όρια των δαπανών που θα οριστούν, θα επιβαρύνονται με έξτρα φόρο.

Τα όρια ηλεκτρονικών δαπανών

Με βάση τους σχεδιασμούς του υπουργείου Οικονομικών, από 1/1/2017 μισθωτοί και συνταξιούχοι θα πρέπει να καλύπτουν ποσοστό του ετήσιου εισοδήματός τους με δαπάνες μέσω καρτών ή e-banking για να κατοχυρώνουν την ετήσια έκπτωση φόρου, που κατά πάσα πιθανότητα θα κυμαίνεται από 1.900 έως 2.100 ευρώ.

Το ύψος των δαπανών που θα πρέπει να εμφανίζεται ότι πληρώνεται με κάρτα, υπολογίζεται ως ποσοστό επί του ετήσιου εισοδήματος.

Συγκεκριμένα, το αρχικό σχέδιο του ΥΠΟΙΚ προβλέπει τα εξής:

  • Εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ 10%
  • Εισοδήματα 10.000 - 20.000 ευρώ 15%
  • Εισοδήματα 20.000 - 40.000 ευρώ 20%
  • Πάνω από 40.000 ευρώ 30%

Στις δαπάνες που αναγνωρίζονται για την έκπτωση φόρου περιλαμβάνονται όλες οι αγορές καταναλωτικών αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών.

Δηλαδή ακόμη και αγορές σε σούπερ μάρκετ, πληρωμές ενοικίων, λογαριασμών ΔΕΚΟ, τόκων από στεγαστικά δάνεια, ασφαλίστρων, διδάκτρων, κοινοχρήστων.

Θα εξαιρούνται οι μεταφορές ποσών σε άλλα πρόσωπα και τα εμβάσματα.

Από την υποχρέωση κάλυψης ποσοστού του ετησίου εισοδήματος με «πλαστικό» ή «ηλεκτρονικό» χρήμα εξαιρούνται οι συνταξιούχοι άνω των 70 ετών και οι μισθωτοί και συνταξιούχοι που ζουν σε οικισμούς με πληθυσμό κάτω από 3.000 κατοίκους και σε ορεινές περιοχές πάνω από ένα συγκεκριμένο υψόμετρο.