A- A+
Alpha Bank: Προτείνει κατάργηση του φόρου επί των ενοικίων για να γίνει πιο δίκαιο το νέο τέλος ακινήτων
Πρόταση για κατάργηση του φόρου επί των ακινήτων ή μεγάλη μείωση επί του νέους τέλους για κτίσματα χωρίς εμπορική αξία, ώστε η τελική επιβάρυνση ανά ιδιοκτήτη να είναι λογική και δίκαιη διατυπώνει η Alpha Bank.

Σε ανάλυσή της για το νέο ενιαίο φόρο, η τράπεζα τονίζει ότι για λόγους φορολογικής ισότητας, ο φόρος επί των ενοικίων θα έπρεπε να καταργηθεί ή να μειωθεί σημαντικά, ή αντίστροφα, ο φόρος επί της αξίας του ακινήτου να είναι πολύ χαμηλότερος για τα ακίνητα που δεν έχουν καμία πραγματική παρά μόνο τεκμαρτή απόδοση.

Όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας, ο νέος ενιαίος φόρος ακινήτων (ΕΝΦΑ) θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξομάλυνση της αγοράς ακινήτων, καθώς:

  • Πρώτον καταργούνται οι επώδυνοι φόροι ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ) του παρελθόντος, που είχαν επιβληθεί δήθεν για αναδιανεμητικούς λόγους και που κατέληγαν σε οιονεί δήμευση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, χωρίς να προσφέρουν στα δημόσια έσοδα πάνω από €500 εκατ. το χρόνο.
  • Δεύτερον, ο ΕΝΦΑ επιβάλλεται στο κάθε ακίνητο χωριστά, αναλόγως της αξίας του, που αντανακλά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υποδομών και υπηρεσιών της περιοχής, και τις συνακόλουθες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς.

Το ποσοστό επί της αντικειμενικής

Σύνφωνα με την Alpha Bank, ο ΕΝΦΑ επιβάλλεται σε Ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο αναλογικά προς τις (πλασματικές) αντικειμενικές αξίες κάθε περιοχής, που βρίσκονται κατά κανόνα σε ευθεία αντιστοιχία με τις χαμηλότερες πραγματικές αξίες των ακινήτων σε κάθε περιοχή.

Με τον τρόπο αυτό, οι φορολογικοί συντελεστές κυμαίνονται σε 0,35% με 0,45% επί των πλασματικών, υψηλότερων των πραγματικών, αντικειμενικών αξιών.

Αυτό σημαίνει ότι, με δεδομένη την επιθυμητή εισπρακτική απόδοση του φόρου, αν χρησιμοποιηθούν οι πραγματικές αξίες των ακινήτων ως βάση υπολογισμού του φόρου, τότε η πραγματική επιβάρυνση θα κυμαίνεται κατά υπολογισμούς μεταξύ 0,5% και 0,6% (αν η διαφορά αντικειμενικών και πραγματικών αξιών είναι π.χ. 30%), ή και παραπάνω ή παρακάτω αναλόγως της διαφοράς αυτής κατά περιοχή.

Πόσο δίκαιος είναι

«Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι συντελεστές αυτοί είναι εύλογοι ή όχι» σημειώνει η τράπεζα στην ίδια ανάλυση. Και παραθέτει την άποψή της επί του θέματος ως εξής:

«Η γενική αρχή στην φορολογία την ακινήτων είναι ότι πρέπει να σχετίζεται με την απόδοση (πραγματική ή τεκμαρτή) των ακινήτων.

Τα ενοίκια στην Ελλάδα φορολογούνται με 10% μέχρι €12.000 τον χρόνο και 33% για το υπερβάλλον.

Αν υποθέσουμε ότι ο μέσος φορολογικός συντελεστής στα ενοίκια είναι 15% και η ετήσια απόδοση του ακινήτου είναι στο 4% επί της αξίας του ακινήτου, τότε ένα φόρος ακίνητης περιουσίας που εφαρμόζεται καθολικά (ανεξαρτήτως εάν η απόδοση είναι πραγματική ή τεκμαρτή), θα πρέπει να κυμαίνεται στο 0.6%.

Η φορολόγηση οικοπέδων θα πρέπει να γίνεται με τους ίδιους φορολογικούς συντελεστές επί της αξίας του οικοπέδου, και όχι με υψηλότερους όπως είναι η πρόταση του ΕΝΦΑ, που δεν φαίνεται να έχει καμία δικαιολογητική βάση.

Και εδώ ισχύει η ίδια ανάλυση περί της διαφοράς μεταξύ πραγματικής και τεκμαρτής απόδοσης.

Σύγκριση με άλλες χώρες

Το άλλο ερώτημα που τίθεται είναι εάν η φορολογική επιβάρυνση με τον ΕΝΦΑ είναι υψηλή ή όχι. Η απόδοση του ΕΝΦΑ, εάν θεωρηθεί ότι αποδίδει €3δισ. ετησίως, είναι 1,5% του ΑΕΠ περίπου, ενώ μέχρι τώρα με το προηγούμενο σύστημα των ΦΑΠ (δεν πρέπει να γίνει σύγχυση με τον προσωρινό φόρο μέσω της ΔΕΗ που ήταν ο προάγγελος του ΕΝΦΑ), η απόδοση του φόρου περιουσίας ήταν περίπου €500εκατ. ή 0,25% του ΑΕΠ.

Ο μέσος όρος παγκοσμίως (χώρες ΟΟΣΑ, βλέπε Πίνακα 1) αυτού του είδους του φόρου είναι 1% του ΑΕΠ. Συνολικά, όμως, περιλαμβανομένων όλων των φόρων στην ακίνητη περιουσία, ο μέσος όρος είναι 2% του ΑΕΠ.

Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι με τους ΦΑΠ, φόρους μεταβίβασης, φόρους κληρονομιάς, δωρεών κ.λπ., φόρους επί των συναλλαγών κ.α., η συνολική επιβάρυνση της περιουσίας ανέρχεται σε 1,5% του ΑΕΠ (0,25 π.μ. από τους ΦΑΠ και 1,25 π.μ. από τους υπόλοιπους φόρους).

Ο τελικός φόρος

Σημειώνεται ότι δεν περιλαμβάνονται οι φόροι στα ενοίκια. Εάν, έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα, τότε με την εισαγωγή του ΕΝΦΑ, η συνολική επιβάρυνση θα ανέλθει σε 2,75% του ΑΕΠ (1,5% του ΑΕΠ από τον ΕΝΦΑ και 1,25% του ΑΕΠ από τους υπόλοιπους φόρους), που θεωρείται υπερβολική.

Μόνον επτά χώρες του ΟΟΣΑ έχουν συνολική επιβάρυνση άνω του 2,75% του ΑΕΠ. Εάν, λοιπόν, η εισαγωγή του ΕΝΦΑ οδηγεί σε υψηλή φορολογική επιβάρυνση σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, η πολιτεία θα πρέπει να προχωρήσει σε δραστική μείωση των υπολοίπων φόρων επί της περιουσίας, έτσι ώστε να υπάρξει κάποια εξισορρόπηση.

Εναλλακτικά, θα πρέπει να μειωθούν κατά 20% περίπου οι προτεινόμενοι φορολογικοί συντελεστές του ΕΝΦΑ. Εάν αυτό δεν γίνει σήμερα λόγω Μνημονίου, θα πρέπει τουλάχιστον να ανακοινωθούν μειώσεις από το 2016 και μετά.

Σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει όταν η φορολογία των ακινήτων τείνει να είναι υπερβολική και να αποσκοπεί στην αναδιανομή του εισοδήματος που καταλήγει σε σταδιακή δήμευσή τους».