A- A+
Γ. Προβόπουλος: Έτος ορόσημο για τις ελληνικές τράπεζες το 2012 – Ολόκληρη η έκθεση της ΤτΕ
Η κρισιμότερη χρονιά για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο θα είναι το 2012, σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλο, καθώς θα μετασχηματιστεί καταλλήλως για τη μετά PSI εποχή.

«Κατεβάστε» την έκθεση του διοικητή
Στην έκθεσή του για τη Νομισματική Πολιτική 2011 – 2012 που δημοσιοποίησε τη Δευτέρα ο κ. Προβόπουλος, τονίζει ότι η φετινή χρονιά θα αποτελέσει ορόσημο για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του τραπεζικού συστήματος στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.

Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της εγχώριας νομισματικής αρχής υπογραμμίζει ότι οι τράπεζες θα κληθούν να προχωρήσουν σε πλήρη επαναπροσδιορισμό των επιχειρησιακών τους σχεδίων, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες προκλήσεις που δημιουργεί η ύφεση και να προβούν σε σημαντικού ύψους ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, μέχρι το τέλος του γ’ τριμήνου του 2012.

Οι ανάγκες σε κεφάλαια

Οι επιπρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες θα προκύψουν με την ολοκλήρωση της άσκησης ανακεφαλαιοποίησης που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την τριμερή επιτροπή (ΔΝΤ/ΕΕ/ΕΚΤ), βάσει δύο σεναρίων μακροοικονομικών παραδοχών, ενός βασικού και ενός δυσμενούς.

Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ύψους των αναγκαίων πρόσθετων κεφαλαίων θα ληφθούν υπόψη:

(α) η απομείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν οι τράπεζες, η οποία κατά την ΤτΕ θα δημιουργήσει επιπρόσθετες ανάγκες 26 δισ. ευρώ

(β) οι εκτιμηθείσες αναμενόμενες ζημίες στα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών,

(γ) οι ήδη σχηματισθείσες προβλέψεις για τις προαναφερθείσες ζημίες και

(δ) η εκτιμώμενη για την προσεχή περίοδο κερδοφορία των τραπεζών.

Το τελικό ύψος των απαιτήσεων σε κεφάλαια θα πρέπει επίσης να είναι επαρκές ώστε ο Δείκτης Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier 1) να διαμορφωθεί κατ’ ελάχιστον σε 9% και 10% μέχρι το τέλος του γ΄ τριμήνου του 2012 και του β΄ τριμήνου του 2013 αντίστοιχα.

Επίσης, οι εν λόγω απαιτήσεις σε κεφάλαια διασφαλίζουν ότι για κάθε ένα από τα τρία έτη, 2012-2014, ο ανωτέρω δείκτης διαμορφώνεται σε 7% με βάση το δυσμενές σενάριο.

Ανάκαμψη μετά

Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, η αυξημένη διαφάνεια, που θα προκύψει μετά την ολοκλήρωση της άσκησης ανακεφαλαιοποίησης που προαναφέρθηκε και τον προσδιορισμό των αναγκαίων πρόσθετων κεφαλαίων για την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, καθώς και η πραγματοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάρθρωσής του αναμένεται να συμβάλουν ―ιδίως αν παράλληλα υπάρξει γενικότερη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης― σε σταθεροποίηση αρχικά και στη συνέχεια σε σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων.

Ταυτόχρονα, αποτελούν προϋπόθεση για την προοδευτική άρση του αποκλεισμού των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.

Με την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και τη βελτίωση των δυνατοτήτων των τραπεζών να προσελκύσουν αποταμιευτικούς πόρους και να αντλήσουν ρευστά διαθέσιμα από τις αγορές είναι εύλογο να υπάρξει ευνοϊκότερη εξέλιξη της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων.


Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης

Αναλυτικότερα, τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος είναι τα εξής:

Προβλέψεις των βασικών μεγεθών για το 2012

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, η ύφεση προβλέπεται να συνεχιστεί το 2012 και, σύμφωνα με προσωρινές προβλέψεις, η μέση ετήσια μείωση του ΑΕΠ θα είναι της τάξεως του 4,5%, η συνολική απασχόληση θα μειωθεί κατά 3% περίπου και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας θα υπερβεί το 19%.

Στη διάρκεια του 2013 όμως, εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη (αν και ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι ελαφρά αρνητικός, της τάξεως του -0,5%), ενώ τόσο η μείωση της απασχόλησης όσο και η αύξηση του ποσοστού ανεργίας είναι πιθανόν να ανακοπούν.

Παράλληλα, η πτωτική τάση του πληθωρισμού συνεχίζεται το 2012 και ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1% ή και χαμηλότερα, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού μάλλον θα είναι ελαφρά αρνητικός (μέσο ετήσιο επίπεδο περί το -0,1%).

Το 2013, σύμφωνα με ορισμένες υποθέσεις, ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω, στο 0,5% περίπου, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού θα παραμείνει αρνητικός (γύρω στο -0,2%).

Ένα νέο πλαίσιο για την οικονομία που διευκολύνει την ανάπτυξη

Η απόφαση της Ευρωομάδας της 21ης Φεβρουαρίου είναι το πιο πρόσφατο και σημαντικότερο βήμα σε μια μακρά σειρά ενεργειών των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ για τη χρηματοδοτική στήριξη της ελληνικής οικονομίας.

Οι ενέργειες αυτές αποτελούν έμπρακτη απόδειξη της βούλησης των εταίρων μας να αποτρέψουν ενδεχόμενη χρεοκοπία, καθώς κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών επιδεινωνόταν η δυναμική του δημόσιου χρέους σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής ύφεσης.

Η συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου επιβεβαιώνει τη βούληση αυτή και, σε συνδυασμό με την επιτυχή ολοκλήρωση του PSI, δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Βασικά στοιχεία αυτού του πλαισίου είναι:

• Μειωμένη δανειακή επιβάρυνση λόγω της απομείωσης του χρέους, της επιμήκυνσης του χρόνου εξόφλησης και των μειωμένων επιτοκίων στα δάνεια που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα μετά το Μάιο του 2010 και σε αυτά που θα χορηγηθούν τώρα.

• Εξασφαλισμένη χρηματοδοτική στήριξη, καθώς η οικονομία δεν έχει πρόσβαση στις αγορές.

• Ένα συνεκτικό και λεπτομερές πρόγραμμα για δημοσιονομική προσαρμογή, στηριγμένη στον περιορισμό των δαπανών και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, για αποκρατικοποιήσεις και για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα και στις αγορές προϊόντων και εργασίας, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.

• Έμπρακτη διαβεβαίωση των Ευρωπαίων εταίρων ότι θα συνδράμουν τις ελληνικές αρχές στην αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Κύριος και τελικός σκοπός του προγράμματος, το οποίο αποτυπώνεται στο Μνημόνιο Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Πολιτικών και στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής που υιοθετήθηκαν από τη Βουλή στις 12 Φεβρουαρίου, είναι η οικονομική ανάπτυξη, ενώ τίθενται τρεις ενδιάμεσοι στόχοι: η δημοσιονομική εξυγίανση, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και η ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης επιδιώκει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2013 και τη διαμόρφωσή του σε 4,5% του ΑΕΠ το 2014, προκειμένου να αρχίσει η βαθμιαία μείωση του δημόσιου χρέους, στην οποία θα συμβάλουν και οι αποκρατικοποιήσεις. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα θα συμβάλουν τόσο στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος όσο και στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Η πολιτική για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας επιδιώκει, με μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και τις εξαγωγές και να συντελέσει τελικά σε αύξηση της απασχόλησης.

Τέλος, η πολιτική για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα εκτιμάται ότι θα συμβάλει στη στήριξη της πιστωτικής επέκτασης και της ρευστότητας της οικονομίας, ευνοώντας έτσι την οικονομική δραστηριότητα.

Με το συνδυασμό αυτών των πολιτικών, επιδιώκεται να αρχίσει στη διάρκεια του 2013 η ανάκαμψη της οικονομίας και να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη στη συνέχεια. Ο υψηλός βαθμός βεβαιότητας για την προοπτική διατηρήσιμης ανάπτυξης αποτελεί ίσως τον κρισιμότερο παράγοντα προκειμένου να θεωρείται διατηρήσιμο και το δημόσιο χρέος.

Παρά την πρόοδο από το 2010, δεν έχει αποκατασταθεί ακόμη η εμπιστοσύνη

Στην περίοδο από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου υπήρξε πρόοδος, καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή έκανε σημαντικά βήματα και έγιναν διαρθρωτικές παρεμβάσεις που αντιμετώπισαν χρόνιες αδυναμίες.

Οι επιδόσεις και στους δύο τομείς δεν ήταν αμελητέες, ήταν όμως κατώτερες των προσδοκιών. Η πολιτική που ασκήθηκε δεν έπεισε ως σύνολο ότι τελικά θα επιτύχει, επειδή έλειπε η μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα, η ξεκάθαρη, έμπρακτη βούληση ότι αυτή τη φορά θα προχωρήσουμε εκεί που διστάσαμε στο παρελθόν. Δεν συνειδητοποιήθηκε επαρκώς η αδήριτη αναγκαιότητα νέων επιλογών που έπρεπε να γίνουν ακόμη και αν δεν υπήρχε το Μνημόνιο.

Έτσι οι αλλαγές αντιμετωπίστηκαν ως επιταγές των δανειστών και όχι ως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που δεν είναι δυνατόν να αναβληθούν χωρίς καταστροφικές επιπτώσεις. Η στάση αυτή υπονόμευσε την αποτελεσματικότητα πολιτικών που είχαν τεθεί σε εφαρμογή και συντήρησε την αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της οικονομίας να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους που έπρεπε ούτως ή άλλως να επιδιώξει.

Αυτό μεγέθυνε τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής στη ζήτηση, όξυνε την ύφεση και επέτεινε το πρόβλημα της ανεργίας. Η ύφεση τέλος, με τη σειρά της, καθιστούσε πιο δυσχερή την επίτευξη των στόχων για το έλλειμμα και το χρέος, γεγονός που αποδυνάμωνε ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη.

Η επιδείνωση στα τέλη του 2011 και η έξαρση της αβεβαιότητας έθεσαν σε αμφισβήτηση την παραμονή της χώρας στο ευρώ

Όπως επιβεβαιώνεται από στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα:

• Το 2011 η ύφεση αποδείχθηκε βαθύτερη από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί και η μέση ετήσια μείωση του ΑΕΠ έφθασε το 6,9%. Η σωρευτική μείωση του ετήσιου ΑΕΠ την τετραετία 2008-2011 έφθασε το 13,2%, ενώ η μείωση μεταξύ του δ’ τριμήνου του 2007 και του δ’ τριμήνου του 2011 έφθασε το 17,2%.

• Ο αριθμός των ανέργων υπερέβη το 1 εκατομμύριο άτομα, η συνολική απασχόληση μειώθηκε κατά 6,8% το 2011 και το μέσο ποσοστό ανεργίας έφθασε το 17,7%.

• Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, παρά τα συνεχή δημοσιονομικά μέτρα και τις διαδοχικές προς τα άνω αναθεωρήσεις του στόχου λόγω και της ύφεσης και των καθυστερήσεων, έφθασε το 10,6% του ΑΕΠ, μέγεθος το οποίο είναι μικρότερο κατά 76 εκατ. ευρώ από τον τελευταίο αναθεωρημένο στόχο.

• Το πρωτογενές έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκε κατά 18 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2010.

• Οι αποκλίσεις δημιούργησαν πρόσθετες ανάγκες και επέβαλαν την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων για το 2012.

• Σχεδόν για όλα τα ανωτέρω υπήρχαν ενωρίτερα ισχυρές ενδείξεις, οι οποίες επιδείνωσαν τις προσδοκίες και τις προβλέψεις, οδήγησαν σε επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για τη βιωσιμότητα του χρέους και επανέφεραν με οξύτητα το ενδεχόμενο χρεοκοπίας.

• Η πολιτική αβεβαιότητα, που εντάθηκε λίγο πριν από το σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας, επιδείνωσε την κατάσταση και συνέβαλε στην αμφισβήτηση όσων είχαν αποφασιστεί στη Σύνοδο της 26ης Οκτωβρίου. Το ζήτημα της εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ και της άτακτης χρεοκοπίας είχε πλέον γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.

Η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας

Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης άνοιξε ένα “παράθυρο ευκαιρίας” και συνέβαλε καθοριστικά ώστε να καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις στη συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου, που ανέκοψε την καταστροφική πορεία στην οποία είχε αρχίσει να διολισθαίνει η χώρα.

Η εξέλιξη αυτή απέδειξε με τον πιο πειστικό τρόπο τη σημασία που έχει η συναίνεση και η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων μπροστά στις ιστορικά πρωτοφανείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.

Η συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου ανακόπτει την επικίνδυνη δυναμική του χρέους και επιτρέπει την συντεταγμένη ανασυγκρότηση της οικονομίας

Με βάση τη συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου και με την προϋπόθεση ότι οι δεσμεύσεις οικονομικής πολιτικής του προγράμματος θα τηρούνται σε διαρκή βάση, τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ (μέσω του EFSF) και το ΔΝΤ θα διαθέσουν επιπρόσθετη επίσημη συμμετοχή ποσού έως 130 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2014.

Πέραν αυτού, όλα τα κράτη-μέλη συμφώνησαν σε μια επιπρόσθετη αναδρομική μείωση του επιτοκίου στα διμερή δάνεια προς την Ελλάδα, έτσι ώστε το περιθώριο επιτοκίου να είναι 150 μονάδες βάσης σε όλη τη διάρκεια του δανείου.

Εξάλλου, η ελληνική κυβέρνηση ήλθε σε κατ’ αρχήν συμφωνία με τους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα για τους γενικούς όρους της συμμετοχής τους στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Η συμφωνία προβλέπει μείωση κατά 53,5% της ονομαστικής αξίας του χρέους το οποίο θα αποπληρωθεί στους πιστωτές.

Η ανταπόκριση που καταγράφηκε στις 8 Μαρτίου ήταν εξαιρετικά θετική και εκτιμάται πλέον ότι η προβλεπόμενη συμβολή του ιδιωτικού και του δημόσιου (επίσημου) τομέα θα συντελέσει ώστε το ελληνικό δημόσιο χρέος να υποχωρήσει κάτω από το 117% του ΑΕΠ το 2020 (έναντι αρχικού στόχου 120,5%) και να παραμείνει σε καθοδική τροχιά στη συνέχεια.

Αν και η προβλεπόμενη τιμή του λόγου χρέους/ΑΕΠ παραμένει υψηλή, είναι σημαντικό ότι με τις νέες ρυθμίσεις ανακόπτεται η δυσμενής δυναμική του χρέους, η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες βαθιάς ύφεσης οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε άκρως δυσχερείς καταστάσεις.

Οι στόχοι του νέου προγράμματος είναι εφικτό να επιτευχθούν αν αυτό εφαρμοστεί με συνέπεια

Η ψήφιση της δανειακής σύμβασης και των εφαρμοστικών νόμων από τη Βουλή και μάλιστα με αυξημένες πλειοψηφίες υπήρξε η πρώτη θετική εξέλιξη που πρέπει να επισημανθεί.

Η κρισιμότερη παράμετρος ωστόσο, η οποία θα καθορίσει και την επιτυχία του προγράμματος, είναι η συνεπής εφαρμογή του.

Υπάρχουν αναμφισβήτητα μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Όμως, σε τελευταία ανάλυση οι στόχοι του είναι εφικτοί και το πρόγραμμα μπορεί να επιτύχει.

Η επιτυχία του προγράμματος προϋποθέτει συνέχεια, συνέπεια και αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς

Η επιτυχία ωστόσο προϋποθέτει κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:

1ον. Συνέχεια, η οποία πρέπει πάση θυσία να εξασφαλιστεί. Στο παρελθόν υπήρξαν προγράμματα που θα μπορούσαν να επιτύχουν, αν είχαν συνεχιστεί, αλλά διακόπηκαν ή νοθεύθηκαν υπό την πίεση του πολιτικού κόστους. Αυτή τη φορά δεν υπάρχουν ανάλογα περιθώρια.

Το πρόγραμμα πρέπει να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα σε όλη τη διάρκεια της ισχύος του, μέχρι το 2015, αλλά και μετά. Στοιχεία που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την απαιτούμενη συνέχεια είναι κατ’ αρχάς η βασική συμφωνία ενός μεγάλου μέρους των πολιτικών δυνάμεων ως προς τους στόχους του προγράμματος.

Η συμφωνία αυτή δεν πρέπει να διαταραχθεί, αλλά να συνεχίσει να εκφράζεται και στο μέλλον με την αυστηρή τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων του προγράμματος. Σε πρακτικό επίπεδο θα πρέπει να σημειωθεί η απόφαση για τη θέσπιση θέσης Γενικού Γραμματέα Εσόδων στο Υπουργείο Οικονομικών με πενταετή θητεία, η οποία εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ συνέχειας της δημόσιας διοίκησης σε ένα κρίσιμο τομέα. Η θέσπιση αντίστοιχων θέσεων θα πρέπει να εξεταστεί και για άλλους κρίσιμους τομείς της δημόσιας διοίκησης.

Η απόφαση ενίσχυσης της τεχνικής βοήθειας που παρέχει η τρόικα και η παρουσία εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορούν να συμβάλουν στον προγραμματισμό βάσει ενός πιο μακροχρόνιου ορίζοντα που θα επηρεάζεται λιγότερο από συγκυριακές διακυμάνσεις.

2ον. Διοικητική αποτελεσματικότητα. Η εφαρμογή των πολιτικών εξαρτάται αποκλειστικά σχεδόν από την ικανότητα των μηχανισμών που θα κληθούν να τις υλοποιήσουν, δηλαδή του κράτους και της δημόσιας διοίκησης.

Είναι πλέον πανθομολογούμενο ότι στον τομέα αυτό οι κρατικιστικές αντιλήψεις και οι πελατειακές σχέσεις έχουν δημιουργήσει στρεβλώσεις και αγκυλώσεις και έχουν εκθρέψει κεκτημένα συμφέροντα και συντεχνιακές επιδιώξεις που αποτελούν σήμερα τα κύρια εμπόδια στην εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών.

Η εφαρμογή του προγράμματος ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας θα αποτύχει αν δεν υπερβούμε τα εμπόδια αυτά τώρα.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, η αυξημένη παρουσία της Ομάδας Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα μπορούσε να προσφέρει για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού κράτους, η οποία απαιτεί μακρά και επίπονη προσπάθεια. Η προσπάθεια όμως αυτή πρέπει να αρχίσει σήμερα και να επισπευσθούν οι αλλαγές που έχουν προσδιοριστεί και περιγράφονται αναλυτικά στο Μνημόνιο.

3ον. Αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη που έχει κλονιστεί μπορεί να αποκατασταθεί με ένα μόνο τρόπο: την εφαρμογή όλων των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τη δανειακή σύμβαση, αυστηρά μέσα στις προθεσμίες που έχουν τεθεί και χωρίς “εκπτώσεις” ως προς το περιεχόμενό τους. Και μάλιστα, όπου υπάρχει δυνατότητα, θα πρέπει να επιδιώκονται πιο φιλόδοξοι ποσοτικοί στόχοι ή/και αυτοί να επιτυγχάνονται ενωρίτερα.

Η εφαρμογή του προγράμματος πρέπει να αποπνέει αδιαμφισβήτητη αποφασιστικότητα για να πείσει τις αγορές και τον ελληνικό λαό ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν, ότι η έξοδος από την κρίση είναι εφικτή και ότι η ανάκαμψη θα συνιστά και την αρχή μιας νέας αναπτυξιακής πορείας πάνω σε υγιείς βάσεις.

Κλειδί για την τελική επίτευξη των στόχων η επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ

Η ταχύτερη δυνατή επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ είναι το κλειδί για την τελική επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί.

Η ανάκαμψη και η δημιουργία των προϋποθέσεων για βιώσιμη ανάπτυξη είναι όντως ο δρόμος που θα οδηγήσει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους και του ελλείμματος και θα βελτιώσει τις προσδοκίες.

Ταυτόχρονα όμως, η δημοσιονομική προσαρμογή είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, καμία χώρα με επαναλαμβανόμενα μεγάλα ελλείμματα και σωρευμένα χρέη δεν έχει επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη.

Ούτε βεβαίως είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη όσο επικρέμαται η απειλή της χρεοκοπίας. Επομένως, προαπαιτούμενο της ανάπτυξης είναι και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

Στο βαθμό που το πρόγραμμα σταθεροποίησης εξελίσσεται ομαλά και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, θα ενισχύονται και οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Πρέπει, δηλαδή, να εφαρμόζονται ταυτόχρονα και αποτελεσματικά τόσο τα δημοσιονομικά όσο και τα διαρθρωτικά μέτρα του προγράμματος, ώστε να αποφεύγονται οι αρνητικές παρενέργειες.

Μέτρα για να περιοριστούν οι συσταλτικές επιδράσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, προώθηση των μεταρρυθμίσεων και ενίσχυση των επενδύσεων

Για να είναι διατηρήσιμη η μείωση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, απαιτούνται πρόσθετα μέτρα που θα ελαχιστοποιούν, κατά το δυνατόν, τις συσταλτικές επιδράσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οικονομική δραστηριότητα και θα ενισχύουν το ρυθμό ανάπτυξης μακροχρόνια.

Τα μέτρα αυτού του είδους αφορούν κατ’ αρχάς την ίδια τη σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής ως προς τις δαπάνες και τα έσοδα, αλλά και ως προς τις επιμέρους κατηγορίες δαπανών και εσόδων.

Η μείωση των δαπανών είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την αύξηση των εσόδων, ενώ στην πλευρά των δαπανών είναι σκόπιμο να μη θίγονται ―κατά το δυνατόν― οι επενδυτικές δαπάνες και στην πλευρά των εσόδων είναι σκόπιμο να μην επιβάλλονται φορολογικές ρυθμίσεις που αποθαρρύνουν την αποταμίευση ή επιδρούν αρνητικά στην προσφορά κ.ο.κ.

Παράλληλα πρέπει να επιταχυνθεί η εφαρμογή μέτρων ―κατ’ ουσίαν μηδενικού δημοσιονομικού κόστους― που ενισχύουν τη ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα.

Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται τόσο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις “άμεσης απόδοσης”, όπως είναι η μείωση της γραφειοκρατίας και του διοικητικού βάρους, που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις ή παρεμποδίζουν τις εξαγωγές, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και πληροφόρησης σε επιχειρήσεις (ιδίως εξαγωγικές), όσο και άλλα μέτρα για την ενίσχυση των δημόσιων και των ιδιωτικών επενδύσεων και τη στήριξη της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα.

Αξιοποίηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν για την ενίσχυση των επενδύσεων και των εξαγωγών και τη στήριξη της χρηματοδότησης

Υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες που, αν αξιοποιηθούν συστηματικά, θα συντελέσουν σε επίσπευση της ανάκαμψης. Μεταξύ αυτών είναι:

• Η αύξηση της απορρόφησης και η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων των Ταμείων της ΕΕ, ιδίως σε προγράμματα που βοηθούν άμεσα τις επιχειρήσεις και συμβάλλουν στην απασχόληση των ανέργων. Σχετικές αποφάσεις ανακοινώθηκαν μετά τη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 29 Φεβρουαρίου.

Η αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ αλλά και η εξασφάλιση χρηματοδοτικών πόρων από διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, συνδέονται με τη δημιουργία νέων χρηματοδοτικών εργαλείων. Με τη βοήθεια των εργαλείων αυτών είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν η επανενεργοποίηση ορισμένων μεγάλων δημόσιων έργων (π.χ. αυτοκινητοδρόμων) και οι επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα.

• Οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις πολιτικής για την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 1ης-2ας Μαρτίου.

• Η αναμενόμενη το 2012-13 σημαντική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η οποία, σε συνδυασμό και με την προβλεπόμενη εξέλιξη των τιμών, οδηγεί σε μεγάλη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, που θα συμβάλει στην αύξηση των εξαγωγών και την υποκατάσταση των εισαγωγών. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι έως το τέλος του 2012 θα έχουν ανακτηθεί τα 2/3 έως 3/4 της συνολικής απώλειας ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2001-2009. Επιπλέον, εντός του 2013 θα έχει ανακτηθεί πιθανόν ολόκληρη η απώλεια. Εξάλλου, στην Έκθεση προβλέπεται ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα υποχωρήσει από 9,8% του ΑΕΠ το 2011 στο 7% του ΑΕΠ περίπου το 2012, ενώ η μείωση θα συνεχιστεί και τα επόμενα έτη.

• Η βελτίωση της δυνατότητας των τραπεζών να χρηματοδοτούν επαρκώς την οικονομία (μετά την εφαρμογή της συμφωνίας της 21ης Φεβρουαρίου, την επανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωσή τους).

• Η υλοποίηση του προγράμματος “Ήλιος” για την εξαγωγή ηλιακής ενέργειας στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η οποία μπορεί να συνεπάγεται σημαντικές επενδύσεις και αύξηση της απασχόλησης. Γενικότερα, η ταχύτερη υλοποίηση της πολιτικής αξιοποίησης και παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και η εξερεύνηση πιθανών υποθαλάσσιων πηγών ενέργειας.

• Η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, η οποία θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη και τα δημόσια έσοδα και θα δημιουργήσει ευκαιρίες για ξένες άμεσες επενδύσεις και για μεταφορά τεχνολογίας. Η αρχική εισροή ξένων κεφαλαίων λόγω των ιδιωτικοποιήσεων είναι δυνατόν να ακολουθηθεί από πολύ μεγαλύτερες ―ενδεχομένως συνολικά υπερδιπλάσιες της αρχικής― δευτερογενείς εισροές στο πλαίσιο μιας πολλαπλασιαστικής διαδικασίας, καθώς θα απαιτηθούν πρόσθετες επενδύσεις για την αξιοποίηση της αρχικής τοποθέτησης, ενώ θα υπάρξουν και παρεπόμενα οφέλη για άλλες επιχειρήσεις ή κλάδους.

Οι πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα εντάθηκαν το 2011 και συνεχίζονται και τους πρώτους μήνες του 2012

Οι πιέσεις στα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών συνεχίστηκαν με εντεινόμενο ρυθμό το 2011 αλλά και τους πρώτους μήνες του 2012.

Οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σημαντικού ύψους εκροή καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά (ύψους περίπου 35 δισεκ. ευρώ συνολικά για το έτος), ενώ και οι εξασφαλίσεις μέσω των οποίων αντλούν χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα συνέχισαν να υφίστανται απομείωση της αξίας τους ή και (κάποιες εξ αυτών) να μη γίνονται αποδεκτές μετά τις υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος σε πρώτη φάση και των τραπεζών σε δεύτερη.

Στήριξη εν όψει αυτών των πιέσεων παρεχόταν μέσω των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, αλλά και μέσω της χορήγησης έκτακτης χρηματοδότησης με ευθύνη της Τράπεζας της Ελλάδος.

Θετική επίδραση στη ρευστότητα, μέσω της δημιουργίας αποδεκτών εξασφαλίσεων, είχε και η επέκταση του σκέλους των εγγυήσεων τραπεζικών ομολόγων, στο πλαίσιο των μέτρων για την ενίσχυση της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας (Ν. 3965/2011).

Παράλληλα, η ένταση της ύφεσης επέτεινε τη δυσκολία των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να εκπληρώνουν με συνέπεια τις δανειακές τους υποχρεώσεις, εξέλιξη που επιδείνωσε την ποιότητα των δανείων σε όλες τις κατηγορίες, ιδίως στα καταναλωτικά δάνεια.

Ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων ανήλθε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2011 σε 14,7%, από 10,5% στο τέλος Δεκεμβρίου 2010, ενώ εκτιμάται περαιτέρω άνοδός του στο τέλος Δεκεμβρίου 2011.

Επίσης, ο περιορισμός των τραπεζικών εργασιών στο πλαίσιο της οικονομικής ύφεσης οδήγησε σε περαιτέρω υποχώρηση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών (δηλ. των καθαρών εσόδων τους από τόκους και προμήθειες).

Περιορισμένη θετική επίδραση στα αποτελέσματα είχε η μικρή, συγκριτικά με το μέγεθος των προκλήσεων, περιστολή των εξόδων.

Τους πρώτους εννέα μήνες του 2011 τα λειτουργικά έξοδα υποχώρησαν κατά 7,4% σε επίπεδο τραπεζών και κατά 5,1% σε επίπεδο τραπεζικών ομίλων σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2010.

Ο περαιτέρω εξορθολογισμός του κόστους λειτουργίας ―με δεδομένες τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί― αποτελεί επιτακτική ανάγκη.

Ορόσημο το 2012 για το τραπεζικό σύστημα

Το 2012 εκτιμάται ότι θα αποτελέσει ορόσημο για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του τραπεζικού συστήματος στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.

Οι τράπεζες θα κληθούν να προχωρήσουν σε πλήρη επαναπροσδιορισμό των επιχειρησιακών τους σχεδίων, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες προκλήσεις που δημιουργεί η ύφεση και να προβούν σε σημαντικού ύψους ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, μέχρι το τέλος του γ’ τριμήνου του 2012.

Οι επιπρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες θα προκύψουν με την ολοκλήρωση της άσκησης ανακεφαλαιοποίησης που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την τριμερή επιτροπή (ΔΝΤ/ΕΕ/ΕΚΤ), βάσει δύο σεναρίων μακροοικονομικών παραδοχών, ενός βασικού και ενός δυσμενούς.

Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ύψους των αναγκαίων πρόσθετων κεφαλαίων θα ληφθούν υπόψη:

(α) η απομείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν οι τράπεζες, η οποία προκύπτει από τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα κατ’ εφαρμογή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2011,

(β) οι εκτιμηθείσες αναμενόμενες ζημίες στα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών,

(γ) οι ήδη σχηματισθείσες προβλέψεις για τις προαναφερθείσες ζημίες και

(δ) η εκτιμώμενη για την προσεχή περίοδο κερδοφορία των τραπεζών.

Το τελικό ύψος των απαιτήσεων σε κεφάλαια θα πρέπει επίσης να είναι επαρκές ώστε ο Δείκτης Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier 1) να διαμορφωθεί κατ’ ελάχιστον σε 9% και 10% μέχρι το τέλος του γ΄ τριμήνου του 2012 και του β΄ τριμήνου του 2013 αντίστοιχα.

Επίσης, οι εν λόγω απαιτήσεις σε κεφάλαια διασφαλίζουν ότι για κάθε ένα από τα τρία έτη, 2012-2014, ο ανωτέρω δείκτης διαμορφώνεται σε 7% με βάση το δυσμενές σενάριο.

Όσον αφορά την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προσέλκυση κεφαλαίων από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα. Τυχόν απαιτούμενα πρόσθετα κεφάλαια μπορούν να αντληθούν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Η ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος προϋπόθεση για την ενίσχυση της ρευστότητας

H αυξημένη διαφάνεια, που θα προκύψει μετά την ολοκλήρωση της άσκησης ανακεφαλαιοποίησης που προαναφέρθηκε και τον προσδιορισμό των αναγκαίων πρόσθετων κεφαλαίων για την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, καθώς και η πραγματοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάρθρωσής του αναμένεται να συμβάλουν ―ιδίως αν παράλληλα υπάρξει γενικότερη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης― σε σταθεροποίηση αρχικά και στη συνέχεια σε σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων.

Ταυτόχρονα, αποτελούν προϋπόθεση για την προοδευτική άρση του αποκλεισμού των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.

Με την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και τη βελτίωση των δυνατοτήτων των τραπεζών να προσελκύσουν αποταμιευτικούς πόρους και να αντλήσουν ρευστά διαθέσιμα από τις αγορές είναι εύλογο να υπάρξει ευνοϊκότερη εξέλιξη της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων.

Γενικότερα, η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και η μείωση του δημοσιονομικού κινδύνου θα ενθάρρυνε τις τράπεζες να αυξήσουν την προσφορά δανείων, ενώ ταυτόχρονα θα ενίσχυε τη ζήτηση εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα.

Παράλληλα, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν σταδιακά την εξάρτησή τους όσον αφορά την παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα.

Ιστορική ευθύνη της χώρας να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της παρέχεται

Το νέο πλαίσιο για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια, το οποίο δημιούργησε η συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου, θα αρκούσε για να μεταστραφούν το κλίμα και οι προσδοκίες, επισπεύδοντας την ανάκαμψη της οικονομίας.

Εξακολουθεί όμως να κυριαρχεί δυσπιστία όσον αφορά την ικανότητα και τη βούληση των κυβερνήσεων και της κοινωνίας να προχωρήσουν αποφασιστικά στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται.

Η δυσπιστία είναι δικαιολογημένη. Πολλές φορές στο παρελθόν μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες έχουν προσκρούσει στην ψευδαίσθηση ότι το σύστημα που παρήγε ευημερία με ελλείμματα και χρέη θα μπορούσε να διατηρηθεί επ’ άπειρον. Σήμερα δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για τέτοιου είδους ψευδαισθήσεις.

Οι όντως σημαντικές και επώδυνες απώλειες που υφίστανται οι πολίτες δεν είναι δυνατόν να ανακτηθούν με επιστροφή στο παρελθόν. Στις σημερινές συνθήκες, αυτό θα συνεπαγόταν πλήρη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και καταβαράθρωση των εισοδημάτων.

Για να βελτιωθούν οι προσδοκίες και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας, χρειάζεται προσαρμογή στα νέα δεδομένα, κατά γράμμα εφαρμογή όσων έχουν συμφωνηθεί και διόρθωση των ανισορροπιών του παρελθόντος ώστε να τεθούν οι βάσεις μιας νέας πορείας.

Η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και η στήριξη των εταίρων δίνουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να προχωρήσει συντεταγμένα σ’ αυτό το δρόμο, να περιορίσει τις απώλειες και να συντομεύσει τη δύσκολη περίοδο της βαθιάς ύφεσης.

Η ίδια η χώρα όμως πρέπει να αναλάβει την ιστορική ευθύνη να διαμορφώσει και κυρίως να εφαρμόσει μια νέα στρατηγική που θα πείθει ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να ανασυγκροτηθεί με τρόπο που θα την επαναφέρει σε αναπτυξιακή τροχιά.