A- A+
ΤτΕ: Στους 12 μήνες αυξήθηκε ο μέσος χρόνος αναμονής για την πώληση ακινήτου στην Ελλάδα
Δύσκολα έχουν γίνει τα πράγματα για τους πωλητές ακινήτων μετά το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς ο μέσος χρόνος αναμονής για τη ρευστοποίηση ενός περιουσιακού στοιχείου έχει πλέον φτάσει τους 12 μήνες.

Στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική αναφέρεται ότι από την αρχή της τρέχουσας κρίσης η συνολική υποχώρηση των τιμών των διαμερισμάτων έχει φθάσει στο 32% (ή 37,6% σε πραγματικούς όρους), ενώ τα στοιχεία από τα κτηματομεσιτικά γραφεία δείχνουν ακόμη μεγαλύτερη μείωση.

Η υποχώρηση των τιμών κατοικιών ήταν εντονότερη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα -32,7% και Θεσσαλονίκη -38%), καθώς και για τα μεγαλύτερου εμβαδού ακίνητα στις σχετικά ακριβότερες περιοχές της χώρας.

Ο χρόνος αναμονής

Το μέγεθος της κρίσης αποτυπώνεται επίσης στο γεγονός ότι η μέση περίοδος αναμονής για τη διάθεση των προσφερόμενων προς πώληση ακινήτων εκτιμάται ότι έφθασε το τρίτο τρίμηνο του 2013 περίπου στο ένα έτος, έναντι πέντε μηνών στις αρχές του 2009, ενώ η έκπτωση επί της αρχικής τιμής ήταν κατά µέσο όρο 21,5% (έναντι 12,6% στις αρχές του 2009).

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αποκλιμάκωση των τιμών στην αγορά των κατοικιών συνεχίστηκε µε έντονο ρυθμό το εννεάμηνο του 2013.

Με βάση στοιχεία από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι τιμές των διαμερισμάτων υποχώρησαν σε ονομαστικούς όρους µε µέσο ετήσιο ρυθμό 11,6%, 11,8% και 9,2% το πρώτο, δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2013 αντίστοιχα, έναντι 11,7% για το σύνολο του 2012.

Ο δανεισμός

Στο τρίτο τρίμηνο του 2013, μόλις το 16% των συναλλαγών πραγματοποιήθηκε µε τη βοήθεια τραπεζικού δανεισμού (έναντι 82,1% στις αρχές του 2009), µε το μέσο ποσοστό δανειοδότησης να ανέρχεται σε περίπου 28% επί της συνολικής αξίας του ακινήτου, έναντι 70% στις αρχές του 2009.

Στον τομέα των επαγγελματικών ακινήτων, τόσο οι μισθωτικές όσο και οι αγοραίες αξίες συρρικνώθηκαν περαιτέρω κατά το εννεάμηνο του 2013 (μέση ετήσια μεταβολή -18,6% και -18,2% αντίστοιχα).

Όπως εκτιμάται στην ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ, αμυδρά σημάδια σταθεροποίησης καταγράφονται στην αγορά των καταστημάτων, η οποία έχει υποστεί και τις μεγαλύτερες πιέσεις από την αρχή της τρέχουσας κρίσης.

Οι προοπτικές

Συμπερασματικά, όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, η αγορά ακινήτων εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα προσφορά και σημαντική υποχώρηση της ζήτησης, η οποία μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη δραματική αύξηση της ανεργίας και στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, στην αύξηση της φορολογίας των ακινήτων και στην αστάθεια του φορολογικού πλαισίου, καθώς και στην έλλειψη ρευστότητας, µε δεδομένους τους αυστηρότερους όρους τραπεζικής χρηματοδότησης

Όπως τονίζεται στην ίδια έκθεση, «ανοικτά ζητήματα, όπως η οριστικοποίηση του ενιαίου φόρου ακινήτων, η μείωση του φόρου μεταβίβασης, η προσαρμογή των αντικειμενικών αξιών στα πραγματικά επίπεδα της αγοράς και η απελευθέρωση των επαγγελματικών μισθώσεων, αλλά και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα σε σχέση με τη λήψη επιπρόσθετων μη προσδιορισμένων μέτρων για την κάλυψη πιθανού δημοσιονομικού κενού, σε συνδυασμό με τις προσδοκίες των επενδυτών για περαιτέρω υποχώρηση των τιμών και τους περιορισμούς από την πλευρά της χρηματοδότησης, αναστέλλουν τις αποφάσεις για την ανάληψη νέων σημαντικών επενδυτικών πρωτοβουλιών», στον κλάδο των ακινήτων.