A- A+
Τράπεζα είχε δώσει στον ίδιο άνθρωπο 9 στεγαστικά δάνεια και σε άλλον 11 επαγγελματικά!
Αποκαλυπτικά είναι τα ευρήματα έρευνας ης ΓΣΕΕ για την υπερχρέωση των νοικοκυριών στην Ελλάδα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην αποπληρωμή των χρεών τους στις τράπεζες.

Μισθωτός, σε παραγωγική ηλικία, με περιουσία μία κύρια κατοικία και στεγαστικό δάνειο είναι κατά μέσο όρο ο Έλληνας δανειολήπτης που στα χρόνια της κρίσης δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και κατέληξε να μην μπορεί να εξυπηρετήσει το δάνειο αυτό.

Η πτώση των εισοδημάτων

Βασική αιτία για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μέσος δανειολήπτης είναι η μείωση των εισοδημάτων του την τελευταία δεκαετία.

Συγκεκριμένα, το μέσο ετήσιο εισόδημα των οφειλετών το 2008, στις απαρχές της κρίσης και όταν οι συνέπειες δεν ήταν ακόμα ιδιαίτερα αισθητές, ήταν 28.418 ευρώ.

Κατά το έτος 2017, παρατηρείται το χαμηλότερο μέσο ετήσιο εισόδημα, το οποίο αγγίζει μόλις τις 7.956 ευρώ παρουσιάζοντας μείωση κατά 20.462 ευρώ μέσα σε 10 έτη.

Το προφίλ των κόκκινων δανειοληπτών

Tο μεγαλύτερο ποσοστό των οφειλετών που αντιμετώπισαν προβλήματα αποπληρωμής δανείων βρίσκεται σε παραγωγική – υπό οικονομικούς όρους - ηλικία (το 61, 72% έχει ηλικία 40-59 ετών).

Στην πλειοψηφία τους οι οφειλέτες με προβλήματα υπερχρέωσης είναι μισθωτοί σε ποσοστό 38,36%, άνεργοι σε ποσοστό 35,84% και συνταξιούχοι σε ποσοστό 17,38%.

Το 71,20% των οφειλετών είναι ιδιοκτήτες μίας κύριας κατοικίας χωρίς κανένα απολύτως επιπλέον περιουσιακό στοιχείο.

Η περιουσιακή κατάσταση

Μόλις το 15,92% των οφειλετών διαθέτουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία πλην της κύριας κατοικίας με συνηθέστερα τα αγροτεμάχια.

Το 73,85% των δανειοληπτών είναι ιδιοκτήτες κύριας κατοικίας που η αντικειμενική αξία δεν ξεπερνά τις 100.000€.

Μόλις το 2,49% των οφειλετών έχει κύρια κατοικία που ξεπερνά σε αξία τις 250.000 ευρώ.

Περιγραφή μη Εξυπηρετούμενων Δανείων

Αναφορικά με το ύψος των δανειακών τους υποχρεώσεων, το 35,6% των δανειοληπτών είχαν λάβει δάνεια ύψους έως 50.000€ ενώ το 24,33% έως 100.000€.

Μελετώντας τα δανειακά προϊόντα, την πρωτοκαθεδρία έχουν τα στεγαστικά δάνεια που δόθηκαν στο 62% των δανειοληπτών και ακολουθούν τα καταναλωτικά με το αισθητά μικρότερο ποσοστό 24,98%.

Οι δανειολήπτες, όπως συνάγεται, επιθυμούσαν τη διευκόλυνση της καθημερινότητάς τους και τη στοιχειώδη εξασφάλιση της οικογένειάς τους.

Εξετάζοντας την τακτική των τραπεζών, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα μισά δάνεια χορηγήθηκαν από μόλις 2 πιστωτικά ιδρύματα.

Ενδεικτικά, ένα πιστωτικό ίδρυμα χορήγησε σε καταναλωτή 9 στεγαστικά δάνεια και σε άλλον 11 επαγγελματικά, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την υπεύθυνη διαχείριση των πιστωτικών κινδύνων από την πλευρά των τραπεζών.

Συσχετισμός Δανείων και Δανειοληπτών

Οι οφειλέτες σε ποσοστό 35,07% είναι δανειολήπτες που κατά την υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο ήταν άνεργοι, αδυνατώντας να εξεύρουν εργασία, με συνολικές οφειλές ύψους 21.637.406,95€ και ακολουθούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι (27,38%) με οφειλές ύψους 16.890.776,16€.

Επαγγελματικά και Επιχειρηματικά Δάνεια συνολικού ύψους 86.297.29€ έχουν λάβει στην πλειοψηφία τους οι – κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης- άνεργοι.

Η μέση αξία των πιστωτικών καρτών που είχαν στην κατοχή τους οι οφειλέτες ανέρχεται σε 3.608€, των καταναλωτικών δανείων που έλαβαν σε 14.704€ και των στεγαστικών δανείων σε 62.404€.

Το μεγαλύτερο ποσοστό δανείων (65,12%) που υπολογίζεται σε συνολική αξία 40.178.402,60€ διατέθηκε σε έγγαμους δανειολήπτες.

Η Δικαστική Πορεία των Αιτήσεων

Ο χρόνος αναμονής, των οφειλετών που δεν έχουν εκδικαστεί ακόμα, από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης έως την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης στο Δικαστήριο κυμαίνεται από 212 έως 2.127 ημέρες.

Ο αιτών δηλαδή θα πρέπει να αναμείνει 49 μήνες, κατά μέσο όρο, έως την εκδίκαση της υπόθεσής του.

Ο χρόνος αναμονής, όσων οφειλετών οι υποθέσεις έχουν τελεσιδικήσει, από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης έως την έκδοση της οριστικής απόφασης κυμαίνεται από 336 έως 1.942 ημέρες.

Ο αιτών δηλαδή θα έπρεπε να αναμείνει 38 μήνες, κατά μέσο όρο, την έκδοση της απόφασης, παραμένοντας σε συνθήκη αβεβαιότητας για όλο αυτό το διάστημα.

Οι δικαστικές αποφάσεις

Από το σύνολο των οφειλών που διαχειρίστηκε η Ε.Ε.Κ.Ε. κατόρθωσε να διαγράψει το 67,75% και να ρυθμίσει το 32,25%.

Το ποσό που ρυθμίστηκε θα αποπληρωθεί σε - κατά μέσο όρο - 169 μηνιαίες δόσεις, δηλαδή σε 14 χρόνια.

Με τον τρόπο αυτό δίνεται μια βαθιά ανάσα σε όσους υπέστησαν σοβαρές μειώσεις στα εισοδήματά τους την περίοδο της κρίσης.