Τι κρύβουν τα στεγαστικά δάνεια που προσφέρουν προνομιακούς όρους για τα πρώτα χρόνια της σύμβασης. Χρήσιμες συμβουλές για να μην βρεθείτε προ απροόπτου
Στη δημιουργία ασφαλιστικών δικλίδων προχωρούν οι τράπεζες στη στεγαστική πίστη με στόχο να κρατήσουν για όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια στο πελατολόγιό τους όσους λαμβάνουν στην τρέχουσα συγκυρία δάνεια με προνομιακούς όρους.
Για τον λόγο αυτόν επιβάλλουν ποινές σε περίπτωση που ο πελάτης τους αποφασίσει να μεταφέρει το δάνειό του σε άλλη τράπεζα, όχι μόνο όταν το επιτόκιο είναι σταθερό αλλά και κατά τη διάρκεια ισχύος του κυμαινόμενου επιτοκίου.
Το συγκεκριμένο θέμα γίνεται περισσότερο επίκαιρο σήμερα, μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου που απαγορεύει την επιβολή κόστους πρόωρης εξόφλησης όταν η αποπληρωμή γίνεται με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Τα πιστωτικά ιδρύματα βρήκαν «παραθυράκι» για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους.
Συγκεκριμένα, στα προγράμματα με πολύ χαμηλά σταθερά επιτόκια για τα πρώτα χρόνια της σύμβασης συμφωνείται ότι χορηγούνται με έκπτωση επί του κανονικού κόστους δανεισμού μόνο αν ο δανειολήπτης διατηρήσει το δάνειο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο στην τράπεζα, η οποία συνήθως ανέρχεται στο ήμισυ του συνολικού αρχικά συμφωνηθέντος διαστήματος αποπληρωμής.
Αυτό σημαίνει ότι, αν αποφασίσει να μεταφέρει το υπόλοιπό του ή να το εξοφλήσει ολικώς, ακόμη και όταν το επιτόκιο μετατραπεί σε κυμαινόμενο μετά τα πρώτα χρόνια της σύμβασης, θα υποχρεωθεί να επιστρέψει τους τόκους που δεν κατέβαλε λόγω της προσφοράς του χαμηλού αρχικού επιτοκίου.
Οι όροι των συμβάσεων
Οι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι οι σχετικοί όροι που υπάρχουν στις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων είναι λογικοί καθώς αν δεν υπήρχαν θα έχαναν από τέτοιες δανειοδοτήσεις, διότι θα υπήρχε ο κίνδυνος ο πελάτης τους να εκμεταλλευόταν την περίοδο του χαμηλού σταθερού επιτοκίου και στη συνέχεια να μετέφεραν το δάνειό τους σε άλλη τράπεζα.
Τραπεζικά στελέχη με ειδίκευση στη στεγαστική πίστη τονίζουν ότι ο παράγοντας «κόστος πρόωρης, ολικής ή μερικής, προεξόφλησης» θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη πριν από την τελική επιλογή του είδους του επιτοκίου.
Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι, αν υπάρχει πιθανότητα αύξησης των εισοδημάτων ενός νοικοκυριού τα επόμενα χρόνια, τότε συμφέρει το κυμαινόμενο επιτόκιο, όπου υπάρχει ελεύθερη και ανέξοδη καταβολή επιπλέον δόσεων.
Αντιθέτως, αν ο δανειολήπτης είναι μισθωτός, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα εισοδήματά του θα αυξάνονται με συγκεκριμένο ρυθμό κάθε χρόνο, τότε τα στεγαστικά δάνεια με προνομιακά σταθερά επιτόκια ενδείκνυνται για την περίπτωσή του, καθώς το ενδεχόμενο πρόωρης εξόφλησης, είτε μερικής είτε ολικής, δεν είναι και τόσο πιθανό.
Ο γενικός κανόνας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ισχύουν ποινές, είναι ότι όσο πιο νωρίς γίνει η πρόωρη αποπληρωμή του δανείου τόσο πιο κερδισμένος είναι ο καταναλωτής λόγω του τρόπου λειτουργίας των τοκοχρεολυτικών δόσεων. Με βάση αυτόν, το μεγαλύτερο μέρος των τόκων που αντιστοιχούν στην αρχικώς συμφωνηθείσα διάρκεια του δανείου καταβάλλεται κατά τα πρώτα χρόνια ζωής του δανείου, καθώς σε αυτή την περίοδο η αναλογία τόκων και αποπληρωμής κεφαλαίου στη μηνιαία δόση είναι σαφώς υπέρ των πρώτων.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι τράπεζες ζητούν ο πελάτης τους να εξοφλήσει κανονικά για συγκεκριμένη χρονική περίοδο τις δόσεις του και επιβάλλουν ποινές για να τον αποτρέψουν να αποπληρώσει το δάνειο πρόωρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα δάνειο διάρκειας 15 ετών οι τόκοι αποτελούν το 53% της πρώτης τοκοχρεολυτικής δόσης που αποπληρώνεται, ενώ όσο πιο μεγάλη είναι η διάρκεια τόσο μεγαλύτερο είναι αυτό το ποσοστό. Αρα κρίσιμης σημασίας παράμετρος για το αν συμφέρει η πρόωρη εξόφληση αποτελεί ο χρόνος πραγματοποίησής της. Μετά την πάροδο του πρώτου μισού της αρχικής διάρκειας της χρηματοδότησης, ενώ ο δανειολήπτης έχει ήδη καταβάλει μεγάλο μέρος των τόκων του δανείου του, στις περιπτώσεις που υπάρχει ποινή καλείται να καταβάλει επιπλέον τόκους.
Παράδειγμα
Για να γίνεται αντιληπτή η επιβάρυνση από τους τόκους ενός δανείου παρατίθεται ένα παράδειγμα. Στην προκειμένη περίπτωση εξετάζεται ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ με επιτόκιο 5% διαφορετικής διάρκειας. Τα αποτελέσματα είναι τα εξής:
* Για δάνειο διάρκειας 15 ετών, κατά τα τρία πρώτα χρόνια εξόφλησης ο δανειολήπτης έχει καταβάλει τόκους 13.970 ευρώ. Το παραπάνω ποσό αντιστοιχεί στο 33% του συνόλου των τόκων της 15ετίας, ενώ βρισκόμαστε μόλις στο πρώτο πέμπτο της συνολικής διάρκειας εξόφλησης. Στο ίδιο διάστημα έχουν εξοφληθεί μόνο 14.000 ευρώ ή το 14% των 100.000 ευρώ. Αντίστοιχα, στα επτά χρόνια, στη μέση δηλαδή του δανείου, ο ίδιος δανειολήπτης θα έχει πληρώσει το 68% των συνολικών τόκων της 15ετίας αλλά θα έχει αποπληρώσει μόνο το 37,5% του αρχικού κεφαλαίου που δανείστηκε. Τέλος, ύστερα από 10 χρόνια θα έχει πληρώσει το 87% των τόκων και θα έχει εξοφλήσει το 58% των 100.000 ευρώ.
* Για δάνειο διάρκειας 20 ετών, μετά πέντε έτη εξόφλησης ο δανειολήπτης θα έχει καταβάλει στην τράπεζα σχεδόν το 40% των συνολικών τόκων, μετά 10 έτη το 71% και μετά 15 έτη το 92%.
* Τέλος, για δάνειο διάρκειας 30 ετών, κατά τα πρώτα 10 έτη θα έχει καταβληθεί το 49% των τόκων, στα 15 έτη το 70% και στα 20 έτη το 85%.
Είναι προφανές ότι όσο πιο πολλά χρόνια περάσουν από την αρχή της δανειακής σύμβασης τόσο λιγότερο ελκυστική γίνεται η πρόωρη ολική εξόφληση του δανείου, καθώς στα τελευταία χρόνια αποπληρωμής με το μεγαλύτερο μέρος της τοκοχρεολυτικής δόσης εξοφλείται το κεφάλαιο που είχε αρχικώς χορηγηθεί. Τραπεζικοί σύμβουλοι επισημαίνουν ότι τα στεγαστικά δάνεια καλώς ή κακώς λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, προσθέτοντας ότι κάποιος που θέλει να λάβει στεγαστικό θα πρέπει να επιλέξει όσο το δυνατόν μικρότερη διάρκεια, με βάση πάντα τις οικονομικές δυνατότητές του. Με αυτόν τον τρόπο πληρώνει λιγότερους τόκους συνολικά, τόσο στην περίπτωση που αποπληρώσει το δάνειο σύμφωνα με την αρχική σύμβαση όσο και στην περίπτωση που αποφασίσει να προβεί σε πρόωρη εξόφλησή του. Εξάλλου η μερική πρόωρη αποπληρωμή του δανείου συμβάλλει τόσο στη μείωση του ύψους της δόσης όσο και στον περιορισμό των τόκων που καταβάλλονται στη συνέχεια και συστήνεται ανεπιφύλακτα, ειδικά στην περίπτωση που η τράπεζα δεν επιβάλλει πέναλτι.