A- A+
Σπίτι 120 τ.μ. με 4 υ/δ το όνειρο του μέσου Έλληνα - Έρευνα Re/Max
Σπίτι 120 τ.μ. με 4 δωμάτια, μπαλκόνι και χώρο στάθμευσης, πρόσβαση σε ΜΜΜ και γειτονιά με χώρους πρασίνου και πάρκα θέλει ο μέσος Έλληνας.

Σύμφωνα με έρευνα του διεθνούς κτηματομεσιτικού δικτύου RE/ΜAX, 7 στους 10 Έλληνες δηλώνουν ότι το ιδανικό θα ήταν να ζουν σε ακίνητο εμβαδού 91 έως 150 τετραγωνικών μέτρων.

Πάνω από τα 2/3 των ερωτηθέντων θα ήταν ικανοποιημένοι να ζήσουν σε σπίτι με 3-4 δωμάτια.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολύ μικρό ποσοστό πολιτών θα ήθελε να μένει σε ένα σπίτι με λίγα δωμάτια, δηλαδή κάτω από 2 αλλά και σε ένα σπίτι με πολλά δωμάτια, δηλαδή πάνω από 5.

Δωμάτια και ηλικία

Άτομα ηλικίας από 20 έως 59 ετών, που ρωτήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας για το πόσα δωμάτια θα έπρεπε να διαθέτει η ιδανική μονοκατοικία ή το διαμέρισμα που θα επέλεγαν για να ζήσουν, μόλις το 7,2% απάντησε από 6 έως 10 δωμάτια και μόλις το 8% απάντησε έως 2 δωμάτια.

Η πλειοψηφία (34,2%) απάντησε 4 δωμάτια και ακολούθησε ένα 33,6% με 3 δωμάτια και ένα 16,2% με 5 δωμάτια. Πάνω από 10 δωμάτια απάντησε ότι θα επιθυμούσε να διαθέτει το σπίτι τους μόλις 0,8% των ερωτηθέντων.

Η επιφάνεια που θα ήθελε ο Έλληνας πολίτης κατά μέσο όρο είναι 120 τετραγωνικά μέτρα. Ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 131 τετραγωνικά και 5 δωμάτια αντί για 4 που δηλώνουν οι Έλληνες.

Εξαίρεση αποτελούν οι Πορτογάλοι που δηλώνουν ότι το ιδανικό σπίτι για αυτούς θα έπρεπε σε εμβαδό να είναι 211 τετραγωνικά μέτρα (για να νιώσουν άνετοι και ασφαλείς), ενώ στην αντίπερα όχθη, οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου θα συμβιβάζονταν μία χαρά και με ένα ακίνητο 80 τετραγωνικών μέτρων.

Πρωταθλητές ...μονοκατοικίας

Στο ερώτημα ποιες είναι οι τρέχουσες συνθήκες στέγασης, οι απαντήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας ήταν οι εξής:

41,8% των ερωτηθέντων απάντησε ότι κατοικεί σε ιδιόκτητη μονοκατοικία ή μεζονέτα και μόνο το 28,2% σε δικό του διαμέρισμα.

Στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη- όπου οι ιδιοκτήτες ακινήτων συγκεντρώνουν επίσης το αξιοσημείωτο ποσοστό ιδιοκατοίκησης του 61%- είναι χαρακτηριστικό πώς οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου και των Κάτω Χωρών κρατούν τα σκήπτρα σε ιδιοκτησίες μονοκατοικιών και μεζονετών.

Από την άλλη πλευρά Ισπανοί και Τούρκοι είναι πρωταθλητές όσον αφορά το ποσοστό ιδιόκτητων διαμερισμάτων.

Το αν κάποιος ζει σε μονοκατοικία ή διαμέρισμα έχει να κάνει και με τον τόπο διαμονής. Το 70% αυτών που τώρα ζουν σε μονοκατοικία ή μεζονέτα εντοπίζεται σε αγροτικές περιοχές της ελληνικής επικράτειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για ενοικιαστές ακινήτων είναι μόλις 15%.

Επίσης, σημαντικό στοιχείο της έρευνας είναι το γεγονός ότι ένας στους δύο που δηλώνει ότι έχει στην κατοχή του ιδιόκτητο ακίνητο, είναι ηλικίας από 50 έως 59 ετών. Άτομα της ίδιας ηλικίας που δήλωσαν ότι νοικιάζουν δεν ξεπέρασαν σε ποσοστό το 7,2%.

Η επιλογή της ενοικίασης, επομένως, συνιστά χαρακτηριστικό των νεότερων ηλικιών καθώς ενδεικτικά, οι ενοικιαστές διαμερισμάτων είναι κατά 22,4% ηλικίας 20 έως 29 ετών.

1 στους 3 με εξοχικό

Σε ερώτημα για την κατοχή δεύτερης κατοικίας, το 67,2% απάντησε αρνητικά ότι δεν διαθέτει και μόλις το 32,8% θετικά ότι διαθέτει.

Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ιδιόκτητης δεύτερης κατοικίας συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές που συμμετείχαν στην εν λόγω έρευνα.

Ακολουθούν με λίγο χαμηλότερα ποσοστά η Πολωνία, όπου το 25,1% των ερωτηθέντων απάντησε ότι έχει στην κατοχή του δεύτερη κατοικία, όπως επίσης και η Τουρκία με τους ιδιοκτήτες δεύτερης κατοικίας να φτάνουν το 24,8%. Στον αντίποδα βρίσκεται η Γερμανία όπου μόνο ένα 5,4% των ερωτηθέντων δήλωσαν πώς έχουν δεύτερο σπίτι.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πώς η πλειοψηφία αυτών που δεν κατέχουν δεύτερη κατοικία, δεν διαθέτουν ούτε κύρια. Συγκριτικά ,οι ιδιοκτήτες δεύτερης κατοικίας είναι ήδη ιδιοκτήτες και κύριας κατοικίας , κατά ποσοστό σχεδόν 40%.

Όσον αφορά στο μηνιαίο καθαρό εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών και τη σχέση του με την απόκτηση δεύτερης κατοικίας, στο 32,8% των θετικών απαντήσεων για την ύπαρξη δεύτερης κατοικίας επικρατούν τα υψηλά μηνιαία εισοδήματα της τάξεως των 3.000 – 4.000 ευρώ κατά 58,8% και πάνω από 4.000 ευρώ κατά 44,4%.

Διαφορετική είναι η εικόνα για εκείνους που απάντησαν αρνητικά, καθώς το 73,1% λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές που δεν ξεπερνούν τις 2000 ευρώ.