A- A+
Ξεκίνησε η άνοδος των επιτοκίων από τις τράπεζες στην Ελλάδα το Δεκέμβριο
Ξεκίνησε το Δεκέμβριο η άνοδος των επιτοκίων στην εγχώρια αγορά χρήματος, ως αποτέλεσμα των πιέσεων που δέχονται τα ελληνικά ομόλογα και της εκτίναξης της διαφοράς απόδοσης (spread) σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά σε ιστορικά υψηλά.

Πρόκειται για μια εξέλιξη που επηρεάζει αρνητικά το κόστος δανεισμού των τραπεζών, οι οποίες μετακυλύουν με τη σειρά τους την επιβάρυνση αυτή σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η τάση αυτή είναι εμφανής στην επιχειρηματική πίστη, στην οποία τα επιτόκια αυξήθηκαν σε μηνιαία βάση το Δεκέμβριο, την ίδια στιγμή που τα αντίστοιχα δάνεια στην ευρωζώνη έγιναν κατά μέσον όρο φθηνότερα, λόγω της πτώσης των διατραπεζικών επιτοκίων euribor.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, τα μέσα επιτόκια των νέων επιχειρηματικών δανείων συγκεκριμένης διάρκειας με επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό για μέχρι 1 έτος τόσο για μικρά όσο και για μεγάλα σχετικώς ποσά αυξήθηκαν στο 4,70% και 3,24% αντίστοιχα, καταγράφοντας άνοδο της τάξης των 21 και 25 μονάδων βάσης. Πρόκειται για μία κίνηση που δε δικαιολογείται από τις μεταβολές των ευρωπαϊκών επιτοκίων, κάτι που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι την ίδια περίοδο στο σύνολο της ευρωζώνης τα αντίστοιχα μεγέθη σημείωσαν μείωση.

Από την άλλη, ανοδικά κινήθηκε μετά από αρκετούς μήνες υποχώρησης το μέσο επιτόκιο των νέων προθεσμιακών καταθέσεων διάρκειας έως 1 έτος, το οποίο ανήλθε σε 2,10% από 2,01% τον αμέσως προηγούμενο μήνα. Και η άνοδος αυτή συνδέεται άμεσα με την αύξηση των αποδόσεων των τίτλων του ελληνικού δημοσίου, τα οποία αποτελούν εναλλακτική των προθεσμιακών λογαριασμών επένδυση. Το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,43%. Το αντίστοιχο επιτόκιο για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσίασε πτώση (κατά 6 μονάδες βάσης) και διαμορφώθηκε στο 0,35%.

Όσον αφορά τις χορηγήσεις στη λιανική τραπεζική, το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (κατηγορία που περιλαμβάνει τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις) σημείωσε σημαντική πτώση κατά 14 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 14,08%. Μείωση παρουσίασαν επίσης το μέσο κυμαινόμενο ή σταθερό έως 1 έτος επιτόκιο των νέων στεγαστικών δανείων (Δεκ. 2009: 3,08%, Νοέμ. 2009: 3,14%), καθώς και το αντίστοιχο των δανείων με επιτόκιο σταθερό από 1 μέχρι 5 έτη (Δεκ. 2009: 4,60%, Νοέμ. 2009: 4,63%). Επισημαίνεται ότι τα στεγαστικά δάνεια με επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό έως 1 έτος αποτελούν σχεδόν το 75% του συνόλου των νέων στεγαστικών δανείων, ενώ μέχρι και το Νοέμβριο του 2008 δεν ξεπερνούσαν το 1/3 του συνόλου.

Τέλος, σημειώνεται ότι περαιτέρω μείωση σημείωσαν το Δεκέμβριο του 2009 τα επιτόκια που εφαρμόζονται στα υφιστάμενα υπόλοιπα των κυριότερων κατηγοριών καταθέσεων και δανείων, με εξαίρεση το επιτόκιο των καταθέσεων από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως 2 έτη, το οποίο παρουσίασε σημαντική άνοδο.

Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο καταθέσεων από νοικοκυριά με διάρκεια έως 2 έτη, παρουσίασε πτώση κατά 7 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε το Δεκέμβριο του 2009 στο 2,66%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσίασε σημαντική άνοδο κατά 14 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 1,90%. Το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών καθώς και το μέσο επιτόκιο των μακροπρόθεσμων δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σημείωσαν πτώση (κατά 3 και 5 μονάδες βάσης αντίστοιχα) και διαμορφώθηκαν στο 3,98%, και 4,15% αντίστοιχα.