A- A+
Ευκαιρία για απόδοση άνω του 3% μέσω των νέων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου - Πώς τα αποκτάτε

Σε υψηλά επίπεδα διατηρήθηκε η απόδοση των εξάμηνων εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου στη δημοπρασία της Τετάρτης.

Ειδικότερα, οι νέοι κρατικοί τίτλοι διατέθηκαν σε τιμές που οδηγούν στο εξάμηνο σε ετησιοποιημένη απόδοση 3,50%, επίπεδα σημαντικά υψηλότερα των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις.

Αυτό σημαίνει ότι από την Πέμπτη 1η Ιουνίου οι καταθέτες μέσω τραπεζών ή χρηματιστηριακών εταιρειών έχου τη δυνατότητα να τοποθετηθούν στους συγκεκριμένους τίτλους.

Η καθαρή απόδοση

Εάν αφαιρεθούν οι προμήθειες, η τελική απόδοση για τους αποταμιευτές θα μπορούσε να κινηθεί στη ζώνη του 3,3% ή και ελαφρώς υψηλότερα, ανάλογα με την τιμολογιακή πολιτική του πωλητή.

Επιπλέον, οι τόκοι από τα έντοκα γραμμάτια δεν φορολογούνται, σε αντίθεση με τις προθεσμιακές καταθέσεις, όπου ισχύει συντελεστής 15%.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο επενδυτής αποκτά τους τίτλους σε χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία τιμή και στη λήξη λαμβάνει το 100%.

Για παράδειγμα, εάν η τελική απόδοση διαμορφώνεται σε 3,5%, αγοράζει τα έντοκα γραμμάτια στο 98,26 και στη λήξη του εξαμήνου παίρνει πίσω 100.

Σημειώνεται ότι υπάρχει η δυνατότητα πρόωρης πώλησης των τίτλων, ωστόσο αυτό γίνεται στις τρέχουσες τιμές. Άρα η απόδοση περιορίζεται ανάλογα.

Όσο όμως πλησιάζουν τα έντοκα γραμμάτια στην ημερομηνία λήξης τους, οι τιμές τους τείνουν προς το 100.

Εναλλακτική μέσω Α/Κ

Εναλλακτικά, όσοι θέλουν να κερδίσουν από τις υψηλές αποδόσεις που προσφέρει το Δημόσιο μέσω εντόκων γραμματίων, έχουν την ευχέρεια να επενδύσουν σε αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς.

Πρόκειται για τα ασφαλέστερα αμοιβαία κεφάλαια που διατίθενται σήμερα στην ελληνική αγορά.

Κι αυτό διότι επενδύουν κατά κύριο λόγο σε έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου και σε προθεσμιακές καταθέσεις.

Το ελάχιστο ποσό για την επένδυση σε αυτά είναι επίσης πολύ χαμηλό, ενώ δεν επιβάλλονται προμήθειες εισόδου και εξόδου.

Οι ετησιοποιημένες αποδόσεις τους το 2023 έως σήμερα είναι υψηλές, ξεπερνώντας σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και το 2%, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα.