Έρευνα για τα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες στους καταθέτες ξεκινά άμεσα η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεωρώντας πως είναι πολύ χαμηλά.
Σε ανακοίνωσή της η ΕΑ αναφέρει ότι η έναρξη της έρευνας αποφασίστηκε λαμβάνοντας υπόψη τη δομή του κλάδου και την παρατηρούμενη διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων καταθέσεων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το σκεπτικό της απόφασης
Η Επιτροπή αναφέρει πως από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2023, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχώρησε σε διαδοχικές αυξήσεις του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (deposit facility rate).
Συγκεκριμένα, από το -0,50% βρέθηκε έως και το 4%, για να μειωθεί στις αρχές του περασμένου Ιουνίου στο 3,25%.
«Στο διάστημα που ακολούθησε, οι αυξήσεις αυτές πέρασαν, σε κάποιον βαθμό, στα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες στους καταθέτες», αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση.
Τονίζεται όμως πως «η μετακύλιση αυτή φαίνεται ότι εκδηλώθηκε σε περιορισμένη κλίμακα και με καθυστέρηση, τόσο σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, όσο και με την παλαιότερη πρακτική του εγχώριου τραπεζικού συστήματος».
Στο πλαίσιο αυτό, μέσω της κλαδικής έρευνας, η ΕΑ θα διερευνήσει τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών καταθέσεων, προκειμένου να διαπιστώσει τυχόν στρεβλώσεις και να υποβάλει προτάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού προς όφελος των καταθετών (νοικοκυριών και επιχειρήσεων).
Η θέση των τραπεζών
Η πραγματικότητα είναι, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Moneyonline, ότι τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις για φυσικά πρόσωπα αυξήθηκαν περίπου κατά το 50% της ανόδου των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ.
Κατά μέσο όρο, από ελάχιστες μονάδες βάσης πάνω από το 0% μέχρι και το φθινόπωρο του 2022, βρέθηκαν περίπου στο 1,80% - 1,90%.
Από την άλλη, μεγαλύτερες ήταν οι αυξήσεις για τις επιχειρήσεις, οι οποίες μεσοσταθμικά απολαμβάνουν αποδόσεις άνω του 3%.
Τραπεζικές πηγές σημειώνουν πως σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ οι διαφορές δεν είναι μεγάλες.
Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκαν η απόκλιση είναι της τάξης των 50 μονάδων βάσης στους ιδιώτες, ενώ στις επιχειρήσεις είναι ακόμη μικρότερη, με τη μέση απόδοση να φτάνει στη χώρα μας το 3,22%.
Οι διαφορές
Υποστηρίζουν λοιπόν οι ίδιοι κύκλοι ότι καθώς στην Ελλάδα το 70% των καταθέσεων προέρχεται από νοικοκυριά που τηρούν μικρά υπόλοιπα για τις καθημερινές τους ανάγκες έναντι 60% στην ΕΕ, ο μέσος όρος είναι χαμηλότερος.
Επίσης, σημειώνουν ότι οι τράπεζες στη χώρα μας έχουν δείκτη δανείων προς καταθέσεις της τάξης του 60% όταν στην ΕΕ διαμορφώνεται σε 95%.
Δεν έχουν λοιπόν ανάγκη να αυξήσουν τα επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέτεες, μιας και διαθέτουν απεριόριστη ρευστότητα.
Ταυτόχρονα, το κόστος άντλησης ρευστότητας από τις αγορές είναι σχεδόν 200 μονάδες βάσης πάνω από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Για να μπορούν λοιπόν να είναι ανταγωνιστικές στις χορηγήσεις, λένε πως εξοικονομούν πόρους από τους λιγότερους τόκους που πληρώνουν στους καταθέτες.