A- A+
Επενδύσεις «αντίδοτα» στις χαμηλές αποδόσεις
Η ομαλοποίηση των συνθηκών στις διεθνείς χρηματαγορές και η δυνατότητα σημαντικά ευκολότερης σε σχέση με το παρελθόν άντλησης φθηνής ρευστότητας από τις τράπεζες επανέφεραν τις αποδόσεις στους καταθετικούς λογαριασμούς σε φυσιολογικά επίπεδα.

Η περίοδος όπου η ανάγκη των πιστωτικών ιδρυμάτων για κεφάλαια είχε οδηγήσει τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις ακόμη και πάνω από το 8% έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Πλέον η «ανταμοιβή» των καταθετών για τη διατήρηση χρημάτων τόσο στο Ταμιευτήριο όσο και στους «κλειστούς» λογαριασμούς έχει επανέλθει στα προ της κρίσης επίπεδα, περιορίζοντας σε σημαντικό βαθμό τις εναλλακτικές επιλογές ασφαλούς και αποδοτικής αποταμίευσης που έχουν τα ελληνικά νοικοκυριά.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Αύγουστο του 2009 το μέσο επιτόκιο στις νέες καταθέσεις των λογαριασμών ταμιευτηρίου έχει υποχωρήσει στο 0,50% από 1,24% τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ η μέση απόδοση των προθεσμιακών καταθέσεων με διάρκεια ως ένα έτος έχει πλέον διολισθήσει στο 2,24% από 5,36% στο τέλος της περυσινής χρονιάς. Εκτιμάται ότι τα παραπάνω επιτόκια έχουν σημειώσει περαιτέρω πτώση το τελευταίο δίμηνο, τα στατιστικά στοιχεία του οποίου θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες. Συγκεκριμένα, το εξεταζόμενο διάστημα οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε περικοπές των επιτοκίων τους σε όλα τους τα καταθετικά προϊόντα, παράλληλα με τη μείωση του κόστους των δανειακών προγραμμάτων που προσφέρουν στην αγορά.

Η πολιτική χαμηλότερων επιτοκίων που ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα στοχεύει στη σταδιακή τόνωση της «παγωμένης» αγοράς των δανείων, τη στιγμή που τα διατραπεζικά επιτόκια euribor βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα λόγω της άνευ προηγουμένου χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), το βασικό επιτόκιο της οποίας βρίσκεται στο 1% από τον περασμένο Μάιο. Για να προσφέρουν όμως χαμηλότερο κόστος δανεισμού θα πρέπει να διατηρήσουν και οι ίδιες για ένα εύλογο χρονικό διάστημα τις αποδόσεις των καταθετικών προϊόντων τους στο ναδίρ. Αυτό σημαίνει ότι εύκολες και υψηλές αποδόσεις δεν αναμένεται να δούμε στο άμεσο μέλλον. Για τον λόγο αυτόν οι καταθέτες θα πρέπει να «μεταμφιεστούν» σε επενδυτές, αναζητώντας ανάλογα με τον κίνδυνο που θέλουν να αναλάβουν το πρόγραμμα αποταμίευσης που τους ταιριάζει.

Οι νέες εναλλακτικές επιλογές των καταθετών

Τα νέα προϊόντα, η διάθεση των οποίων έχει ήδη ξεκινήσει στην ελληνική αγορά, παρουσιάζουν δύο κύρια χαρακτηριστικά. Πρώτον, εξασφαλίζουν προστασία τουλάχιστον για ένα μέρος της αρχικής αποταμίευσης και, δεύτερον, κατανομή του κεφαλαίου μεταξύ επενδύσεων διαφορετικού βαθμού κινδύνου. Επιπλέον, μέσω των τραπεζοασφαλειών τα τμήματα μάρκετινγκ των τραπεζών επιδιώκουν να περάσουν στον κόσμο μηνύματα σχετικά με τα πλεονεκτήματα της συστηματικής αποταμίευσης. Αναλυτικότερα, έμφαση αναμένεται να δοθεί το επόμενο διάστημα στα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου.

Τα συγκεκριμένα προγράμματα απευθύνονται σε συντηρητικούς επενδυτές και ως εκ τούτου η ζήτηση γι΄ αυτά αυξάνεται όταν μειώνονται οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων και γενικότερα των λογαριασμών με εξασφαλισμένη την τελική απόδοση, όπως συμβαίνει σήμερα. Με τα προϊόντα αυτά οι αποταμιευτές μπορούν να εκμεταλλευθούν χωρίς ρίσκο τις ευκαιρίες που δημιουργούνται στις αγορές κεφαλαίου, χρήματος και εμπορευμάτων, με στόχο να πετύχουν υψηλές αποδόσεις. Επιπλέον, μπορούν να πετύχουν και σημαντική γεωγραφική διασπορά του επενδυομένου κεφαλαίου, καθώς η τελική απόδοση της επένδυσης μπορεί να εξαρτάται από την πορεία όχι ενός αλλά πολλών δεικτών ή μετοχών από διαφορετικές χώρες.

Από την άλλη, διατίθενται στην αγορά σύνθετα επενδυτικά προϊόντα, με βασικά χαρακτηριστικά την προκαθορισμένη ελάχιστη διάρκεια ζωής και την κατανομή του αρχικού κεφαλαίου μεταξύ μιας ασφαλούς κατάθεσης με υψηλή απόδοση και ενός προϊόντος μικρού, μέσου ή υψηλού κινδύνου, ανάλογα με το προφίλ του καταθέτη. Ο κανόνας είναι ότι, όσο πιο μεγάλο είναι το ποσοστό του κεφαλαίου που τοποθετείται στο ριψοκίνδυνο κομμάτι της επένδυσης, το οποίο συνήθως είναι αμοιβαία κεφάλαια, τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο της προθεσμιακής κατάθεσης.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει και η προώθηση τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων (bankassurance). Πρόκειται κυρίως για επενδύσεις μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας, για τις οποίες υπάρχει σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης στην ελληνική αγορά. Σε γενικές γραμμές οι τράπεζες προσφέρουν στην ελληνική αγορά τρεις κατηγορίες αποταμιευτικών- συνταξιοδοτικών προγραμμάτων της κατηγορίας. Η πρώτη αφορά προγράμματα περιοδικών καταβολών που επιλέγουν τοποθετήσεις χωρίς επενδυτικό κίνδυνο και εγγυώνται μια σύνταξη ή ένα εφάπαξ ποσό έπειτα από τουλάχιστον 15 χρόνια.

Η δεύτερη περιλαμβάνει προγράμματα περιοδικών καταβολών που επενδύουν σε τοποθετήσεις με επενδυτικό κίνδυνο που επιλέγει ο πελάτης και έχουν ενσωματώσει τις ευκαιρίες αλλά και τους κινδύνους των επενδυτικών επιλογών του, προσφέροντας αντιστοίχως μια σύνταξη ή ένα εφάπαξ ποσό έπειτα από τουλάχιστον 15 χρόνια. Στη λήξη των προγραμμάτων αυτού του είδους οι πελάτες έχουν την επιλογή να εισπράξουν το συνολικό κεφάλαιο που θα έχει συγκεντρωθεί είτε σε μορφή μηνιαίας σύνταξης είτε εφάπαξ, για να μη χρειαστεί να αλλάξουν τις συνήθειες της ζωής τους στο μέλλον.

Η τρίτη κατηγορία αφορά τα επενδυτικά-ασφαλιστικά προγράμματα περιορισμένης διάθεσης για πελάτες που θέλουν να αποταμιεύσουν ένα αρχικό ποσό με μεσομακροχρόνιο ορίζοντα επένδυσης τουλάχιστον δεκαετίας και οι αποδόσεις τους είναι συνδεδεμένες με την πορεία χρηματιστηριακών δεικτών ή συγκεκριμένων αμοιβαίων κεφαλαίων.