A- A+
Στα 18 δισ. ευρώ έφτασαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Στο 7,2% αυξήθηκε στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2009 το ποσοστό των δανείων που βρίσκεται σε καθυστέρηση, από 5% τον περασμένο Δεκέμβριο. Σε απόλυτους αριθμούς οι επισφάλειες ανήλθαν σε 18 δισ. ευρώ έναντι 17 δισ. ευρώ τον Ιούνιο και 12,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2008.

Το γεγονός αυτό οδήγησε την Τράπεζα της Ελλάδος να προβεί σε σύσταση προς τις τράπεζες, μέσω της «Ενδιάμεσης Έκθεσης για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα», για τον σχηματισμό αυξημένων προβλέψεων ώστε να αντιμετωπιστεί ο ενισχυμένος από την άνοδο των καθυστερήσεων στα δάνεια πιστωτικός κίνδυνος και να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψής τους, το οποίο παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.

Σύμφωνα με τη νομισματική αρχή, η ανάγκη συνετής διαχείρισης των συνεπειών από την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και στις λοιπές χώρες όπου οι τράπεζες δραστηριοποιούνται επιβάλλει σε αυτές τη διατήρηση σημαντικών περιθωρίων κεφαλαίου, πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα, μέσω ενίσχυσης κυρίως της εσωτερικής χρηματοδότησης. «Οι τράπεζες πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη κατά τη χάραξη της στρατηγικής τους και τις κυοφορούμενες αλλαγές στο διεθνές εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο.

Οι αλλαγές αυτές θα συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, γενικά αυξημένες απαιτήσεις ποσοτικής και ποιοτικής κεφαλαιακής επάρκειας, υψηλότερες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο και πιο ισορροπημένη διάρθρωση των εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης» σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Τα στοιχεία για τις καθυστερήσεις δανείων της ΤτΕ

Θετικό είναι πάντως το γεγονός ότι το γ' τρίμηνο του έτους η άνοδος του πιστωτικού κινδύνου είναι επιβραδυνόμενη. Συγκεκριμένα, η τριμηνιαία αύξηση του λόγου των δανείων που δεν εξοφλούνται κανονικά ανήλθε σε 40 μονάδες βάσης έναντι 80 και 100 μονάδων βάσης το δεύτερο και το πρώτο τρίμηνο του 2009, αντίστοιχα. Στις επί μέρους κατηγορίες πίστης το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στα καταναλωτικά δάνεια, το 11,7% των οποίων βρίσκεται σε καθυστέρηση έναντι 8,2% πέρυσι, ενώ ακολουθούν τα στεγαστικά δάνεια με 6,9% και τα επιχειρηματικά με 6,4%. Το ποσοστό κάλυψης των δανείων αυτών από συσσωρευμένες προβλέψεις μειώθηκε το εξεταζόμενο διάστημα σε 41,9% από 48,9% στο τέλος του 2008.

Από την άλλη, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη του κινδύνου αγοράς μειώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2009 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του ίδιου έτους, καθώς οι τράπεζες ρευστοποίησαν μέρος του χαρτοφυλακίου ομολόγων τους. Την ίδια περίοδο μικρή βελτίωση εμφάνισε ο λόγος δανείων προς καταθέσεις των τραπεζών (και των ομίλων τους), ο οποίος μειώθηκε στο 104,7% και στο 113,4%, αντίστοιχα. Εξάλλου, αυξημένοι είναι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας λόγω της στήριξης των τραπεζών από το πρόγραμμα ενίσχυσης της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας που υλοποίησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Μεγάλη σημασία για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος έχει επίσης η παρατηρηθείσα ποιοτική βελτίωση των ιδίων κεφαλαίων, κυρίως λόγω της ολοκλήρωσης σημαντικών αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου με την καταβολή μετρητών.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων σταδιακά εξομαλύνονται, αλλά με κατάλοιπους κραδασμούς και με κατά καιρούς όξυνση των πιέσεων, ιδίως για οικονομίες που κατά την αντίληψη των αγορών χρειάζεται να επιβεβαιώσουν με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιαγράμματα δράσης τη θέληση και την ικανότητα να θεραπεύσουν τις μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες και τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες τους. «Η ικανότητα της εγχώριας οικονομίας να παρακολουθήσει τους ρυθμούς και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της διαφαινόμενης παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης, καθώς αυτή θα παγιώνεται, θα εξαρτηθεί καθοριστικά από την ταχύτητα με την οποία θα διορθώνονται οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των αγορών και της διεθνούς κοινότητας στις δημοσιονομικές προοπτικές και στις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας» σημειώνει η κεντρική τράπεζα.