A- A+
Γ. Προβόπουλος: Τρεις μεγάλοι όμιλοι και μερικές μικρές τράπεζες θα μείνουν μετά τις συγχωνεύσεις
Τη φυσιογνωμία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μετά τον κύκλο συγχωνεύσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη, περιέγραψε με άρθρο του στην Wall Street Journal ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος.

Όπως εκτιμά, στο τέλος της διαδικασίας των συνενώσεων που θα ολοκληρωθεί τους επόμενους μήνες, θα έχουν συγκροτηθεί τρεις μεγάλοι και ισχυροί όμιλοι μαζί με μερικές ακόμα μικρότερες τράπεζες.

«Αυτή η εικόνα θα διαφέρει αισθητά από τις επτά μεσαίες και μεγάλες και περισσότερες από δέκα μικρές τράπεζες, που υφίσταντο μέχρι πρόσφατα» σημειώνει ο κ. Προβόπουλος.

Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα μερίδια αγοράς των τραπεζών που θα προκύψουν διασφαλίζουν τον ανταγωνισμό, ενώ θα επιτρέψουν στις τράπεζες να επωφεληθούν από τις οικονομίες κλίμακας και τις συνακόλουθες συνέργειες».

Οι αυξήσεις κεφαλαίου

Αναφερόμενος στα κεφάλαια που θα χρειαστούν οι ελληνικές τράπεζες, ο κ. Προβόπουλος υπογράμμισε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υπολογίσει τις ανάγκες τους, ώστε έως και το 2014 να μπορέσουν να διατηρήσουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Core Tier 1 υψηλότερο του 9%.

«Ως μέρος της δανειακής σύμβασης, 50 δισ. ευρώ προβλέπονται για την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Το ποσό αυτό καλύπτει και τις κεφαλαιακές ανάγκες των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό» σημείωσε σχετικά ο κεντρικός τραπεζίτης.

Όπως είπε, η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης θα έχει ολοκληρωθεί έως και τον Απρίλιο του 2013.

Όλο το άρθρο

«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα γυρίζει σελίδα. Αυτό έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Η επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη αποτελεί τον μοχλό για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που έχει μπροστά της η χώρα: από το βάρος του δημόσιου χρέους μέχρι το έλλειμμα του προϋπολογισμού και την διογκούμενη ανεργία.

Η κρίση χρέους που ξέσπασε στην Ελλάδα το 2009 προκλήθηκε από τα μεγάλα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα, για τις συνέπειες των οποίων είχε έγκαιρα προειδοποιήσει η Τράπεζα της Ελλάδος.

Η κρίση επέφερε ένα καταστροφικό πλήγμα στην ελληνική οικονομία. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 20% - και συνεχίζει να υποχωρεί. Η ανεργία αυξήθηκε στο 25%, ξεκινώντας από ποσοστό χαμηλότερο του 8%, - και συνεχίζει να αυξάνεται.

Το βιοτικό επίπεδο κατακρημνίσθηκε - και συνεχίζει να υποχωρεί. Τα μεγέθη αυτά είναι αντίστοιχα με εκείνα του αμερικανικού «Μεγάλου Κραχ».

Και όμως, εν μέσω μιας τέτοιας απογοητευτικής και επώδυνης κατάστασης, έχουν αρχίσει να μπαίνουν τα θεμέλια για μια πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία. Τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο στην αναδιάρθρωση της οικονομίας της. Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι εντυπωσιακή: παρά την ύφεση, που καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την προσπάθεια, το πρωτογενές έλλειμμα έχει περιοριστεί κατά 9 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Πρόοδος σημειώνεται και στο θέμα της ανταγωνιστικότητας: Η κατά 30% σωρευτική απώλεια της ανταγωνιστικότητας κόστους από το 2001 θα έχει ανακτηθεί πλήρως μέχρι το τέλος της επόμενης χρονιάς. Η βελτιούμενη ανταγωνιστικότητα έχει συμβάλει στον περιορισμό κατά τα δύο τρίτα του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σε σχέση με το 2008. Επί πλέον με βάση την πρόσφατη συμφωνία με την τρόικα υλοποιούνται περαιτέρω σημαντικά μέτρα για την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και εργασίας, παράλληλα με τις προγραμματισμένες αποκρατικοποιήσεις.

Οι συντελούμενες αλλαγές είναι ακόμη πιο εμφανείς στον τραπεζικό τομέα. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν διεθνώς ανταγωνιστικό και είχε υγιή θεμελιώδη μεγέθη. Όμως, η κρίση δημόσιου χρέους άσκησε μεγάλες πιέσεις στις τράπεζες, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωπες με σημαντική εκροή καταθέσεων, αποκόπηκαν από τις διεθνείς αγορές και κατέγραψαν μεγάλες απώλειες από το PSI. Οι τράπεζες οδηγήθηκαν έτσι σε μείωση των χορηγήσεων, μια διαδικασία που οδήγησε σε μια αλυσίδα αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και της πραγματικής οικονομίας.

Υπό το βάρος αυτής της αρνητικής συγκυρίας, κινδύνευσε η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, με πιθανές παρενέργειες και εκτός Ελλάδος. Κατέστη επομένως εμφανής η ανάγκη ανασυγκρότησης και ενδυνάμωσης του τραπεζικού συστήματος – κάτι ιδιαιτέρως δύσκολο να επιτευχθεί εν μέσω κρίσης.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την τρόικα, έθεσε ως στόχο τη δημιουργία ενός βιώσιμου τραπεζικού τομέα με ισχυρή κεφαλαιακή θέση, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό του ρόλο στην πορεία της οικονομίας. Είχαμε εξάλλου πλήρη επίγνωση ότι οποιοδήποτε λάθος βήμα θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια περιφερειακή τραπεζική κρίση.

Η στρατηγική μας στοχεύει στην ενίσχυση των βιώσιμων τραπεζών και την εξυγίανση των μη βιώσιμων προστατεύοντας στο ακέραιο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ειδικότερα:

• Ως μέρος της δανειακής σύμβασης, 50 δισ. ευρώ προβλέπονται για την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Το ποσό αυτό καλύπτει και τις κεφαλαιακές ανάγκες των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό.

• Δημιουργήθηκε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την εξυγίανση αδύναμων τραπεζών, ενώ βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια ευρεία συνένωση δυνάμεων στον τραπεζικό τομέα. Έξι τράπεζες έχουν εξυγιανθεί, συμπεριλαμβανομένης της ΑΤΕ, που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο σχετικό παράδειγμα μέχρι σήμερα στην Ευρώπη. Οι υπόλοιπες τράπεζες βρίσκονται σε διαδικασία συγχωνεύσεων. Επίσης, όλοι οι καταθέτες προστατεύθηκαν πλήρως, ώστε να διασφαλισθεί απολύτως η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Κανένας καταθέτης δεν έχασε έστω και ένα ευρώ.

• Αναβαθμίστηκε η τραπεζική εποπτεία. Η Τράπεζα της Ελλάδος ανέθεσε σε μια διεθνή εταιρεία, την Blackrock, να αξιολογήσει την ποιότητα των πληγέντων από την κρίση δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών. Αυτό διασφάλισε την ανεξαρτησία της διαδικασίας και απετέλεσε υπόδειγμα που ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες χώρες, όπως η Κύπρος και η Ισπανία. Στη βάση των ευρημάτων αυτών, αλλά και των απωλειών από το PSI, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτίμησε τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, ώστε ο Δείκτης Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων να διατηρηθεί πάνω από 9% ως τα τέλη του 2014.

Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, εκτιμώ ότι θα έχουν συγκροτηθεί τρεις μεγάλοι και ισχυροί όμιλοι μαζί με μερικές ακόμα μικρότερες τράπεζες. Αυτή η εικόνα θα διαφέρει αισθητά από τις επτά μεσαίες και μεγάλες και περισσότερες από δέκα μικρές τράπεζες, που υφίσταντο μέχρι πρόσφατα. Τα μερίδια αγοράς των τραπεζών που θα προκύψουν διασφαλίζουν τον ανταγωνισμό, ενώ θα επιτρέψουν στις τράπεζες να επωφεληθούν από τις οικονομίες κλίμακας και τις συνακόλουθες συνέργειες.

Το επόμενο βήμα είναι η πλήρης ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών. Από τώρα και μέχρι τον προσεχή Απρίλιο, οι επενδυτές θα κληθούν να μετάσχουν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες θα έχουν την πλήρη στήριξη του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας θα έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες και καλά κεφαλαιοποιημένες τράπεζες, αυξημένη εμπιστοσύνη εκ μέρους των καταθετών και δυνατότητα επανόδου στις αγορές κεφαλαίων. Οι τράπεζες θα μπορέσουν έτσι να συνεισφέρουν ξανά στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και να διατηρήσουν την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου ελέγχουν σχεδόν το ένα τρίτο της τραπεζικής αγοράς.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί τον αιμοδότη κάθε οικονομίας. Καθώς οι ελληνικές τράπεζες γυρίζουν σελίδα και αφήνουν πίσω ένα δύσκολο κεφάλαιο της ιστορίας τους, είμαι βέβαιος ότι θα δώσουν ώθηση και στην πραγματική οικονομία».