A- A+
Αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας μετά από 2,5 χρόνια
Η πρώτη αναβάθμιση της Ελλάδας από οίκο αξιολόγησης μετά από 2,5 χρόνια υποβαθμίσεων είναι γεγονός. Η Fitch προχώρησε σε προς τα πάνω αναθεώρηση της βαθμολογίας της, μετά την επιτυχία του PSI.

Συγκεκριμένα, ο οίκος προχώρησε στην αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε ξένο και εγχώριο νόμισμα σε «B-» με σταθερό outlook από «Restricted Default» (RD), αναβάθμισε τη βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε ξένο νόμισμα σε «B» από «C» και επιβεβαίωσε το ανώτατο όριο (Country Ceiling) σε «AAA».

Η Fitch απέσυρε τις αξιολογήσεις των ομολόγων που έχουν εκδοθεί από την Ελλάδα και διέπονται από το εγχώριο δίκαιο θέτοντας αξιολόγηση «B-» στα νέα ομόλογα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του PSI.

Οι αξιολογήσεις των ομολόγων που διέπονται από ξένο δίκαιο παραμένει «C», καθώς εκκρεμεί ο διακανονισμός της 11ης Απριλίου, ενώ οι αξιολογήσεις των τίτλων που έχουν αποκλειστεί από την ανταλλαγή παραμένει αμετάβλητη.

Επιτυχία του PSI

Η κίνηση της Fitch είναι ακόλουθο της συμμετοχής του 96% στην ανταλλαγή των ομολόγων και την αρχική ανταλλαγή ομολόγων ελληνικού δικαίου 177 δισ. ευρώ για νέα.

Σύμφωνα την ανακοίνωση του οίκου στις 6 Ιουνίου και τα κριτήριά του η ολοκλήρωση της ανταλλαγής έχει «θεραπεύσει» το πιστωτικό γεγονός.

Ο οίκος σημειώνει πως η ανταλλαγή και απώλειες των ομολογιούχων έχει βελτιώσει σημαντικά το προφίλ εξυπηρέτησης χρέους της Ελλάδας και έχει μειώσει τον κίνδυνο επανεμφάνισης των δυσκολιών στην αποπληρωμή των νέων κρατικών τίτλων.

Ο οίκος θεωρεί πως παραμένουν σημαντικοί κίνδυνοι λόγω του υψηλού ακόμα χρέους που έχει Ελλάδα μετά το PSI και των εξαιρετικών οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα.

Ωστόσο, σημειώνει η Fitch, υπάρχει ένα περιορισμένο περιθώριο ασφάλειας για την εξυπηρέτηση του χρέους για διάστημα 12 έως 24 μηνών, το οποίο αντανακλάται στο σταθερό outlook.

Ο κίνδυνος χρεοκοπίας

Μετά το default η εξυπηρέτηση του χρέους θα πρέπει να είναι μέτρια. Το επιτόκιο εκτιμάται πως έχει υποχωρήσει κάτω από το 4% από 5,5% ενώ σημαντικό μέρος των πληρωμών έχει μεταφερθεί στο 2020 και έπειτα.

Ωστόσο, η ικανότητα για τη συνέχιση των πληρωμών παραμένει ευάλωτη σε ενδεχόμενη επιδείνωση του πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος.

Η Fitch εκτιμά πως το νέο δανειακό πρόγραμμα θα χρηματοδοτηθεί πλήρως σε αντίθεση με το πρώτο δάνειο, παρέχοντας ένα μικρό περιθώριο ασφάλειας για τους ομολογιούχους.

Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της σημαντικής μείωσης της ονομαστικής αξίας, ο οίκος εκτιμά πως οι ιδιώτες ομολογιούχοι κατέχουν πλέον σχεδόν το 30% του συνολικού δημόσιου χρέους (έναντι 64% πριν το PSI) ενώ το επιτόκιο στα νέα ομόλογα θα είναι μόλις 2% το 2013 -15 και 3% την περίοδο 2016 – 20.

Κατά την άποψη της Fitch, τα παραπάνω περιορίζουν το ενδεχόμενο κέρδος από οποιαδήποτε μελλοντική αναδιάρθρωση στα ομόλογα που κατέχουν οι ιδιώτες και υπογραμμίζουν το βάρος που πέφτει στον επίσημο τομέα.

Οι χαμηλότερες πληρωμές τόκων μαζί με τη δημοσιονομική προσαρμογή προβλέπεται πως θα μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα από το 9,5% του ΑΕΠ το 2011 στο 4,5% το 2012.

Επιπλέον μειώσεις θα εξαρτηθούν από την πολιτική θέληση και ικανότητα να διατηρήσει και να εφαρμόσει δομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του προγράμματος της Ε.Ε. και του ΔΝΤ καθώς και από την εξαιρετικά αβέβαιη πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ θα αυξηθεί αρχικά προς το 170% καθώς η κυβέρνηση αναλαμβάνει νέες υποχρεώσεις για να χρηματοδοτήσει την ανταλλαγή και για να ανακεφαλαιοποιήσει το τραπεζικό σύστημα, τη στιγμή που περαιτέρω προσαρμογές στις τιμές και στους μισθούς θα οδηγήσουν σε συνεχιζόμενη πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ έως το 2014.

Η Fitch σημειώνει πως αν και η ο στόχος για τη μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020 είναι εφικτός, το αποτέλεσμα είναι πολύ ευαίσθητο στην εφαρμογή των μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας και στην οικονομική ανάπτυξη.

Η τρέχουσα κυβέρνηση έχει ολοκληρώσει μία μεγάλη λίστα προαπαιτούμενων δράσεων. Ωστόσο, η εφαρμογή τους είναι πιθανό να αποδειχθεί δύσκολη για οποιαδήποτε κυβέρνηση, καθώς η ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτεύοντα πλεονάσματα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ από το 2014 και μετά δεν έχει δοκιμαστεί.

Επιπλέον, στο μεσοδιάστημα, η προοπτική των εκλογών και η αβεβαιότητα για τη σύνθεση και τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης στο δανειακό πρόγραμμα θέτει ένα σημαντικό κίνδυνο.

Η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών και τελικά η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη εξαρτώνται από την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα των δομικών και δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα πρέπει να δημιουργήσουν τα θεμέλια για μία βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη.

Οι μελλοντικές ενέργειες του οίκου θα εξαρτηθούν από την απόδοση της Ελλάδας βάσει των παραμέτρων του νέου προγράμματος και από την ικανότητα και τη θέληση του κράτους να τιμήσει τις αναδιαρθρωμένες υποχρεώσεις του.