A- A+
Ερχονται μειώσεις μισθών έως και 40% για 4 εκατ. εργαζομένους
Σε γενική μείωση οδηγούνται οι μισθοί τεσσάρων εκατομμυρίων εργαζομένων, υπό το βάρος των ανατροπών που επέρχονται στις συλλογικές συμβάσεις και τη μείωση των κατώτατων αμοιβών κατά 22%.

Όπως επισημαίνει η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», μετά τις αλλαγές που επήλθαν στον εργασιακό νόμο και τη δημοσίευσή του στο φύλλο της Κυβερνήσεως, δίνεται στις επιχειρήσεις δυνατότητα να περικόψουν τις αποδοχές του προσωπικού τους στα νέα κατώτατα όρια από την 1η Μαρτίου.

Μοναδική «σανίδα σωτηρίας» που προσφέρει η κυβέρνηση αποτελεί η υπογραφή κλαδικών συμβάσεων τους επόμενους τρεις μήνες, κάτι που όμως προσκρούει στις αρνητικές διαθέσεις των εργοδοτών.

Οι επιπτώσεις των μέτρων που περιλαμβάνονται στους εφαρμοστικούς νόμους του μνημονίου σταθμίζονται από εργοδοτικούς και εργατικούς φορείς, ενώ το υπουργείο Εργασίας συντάσσει τις απαραίτητες διευκρινιστικές εγκυκλίους, με τις οποίες επιχειρεί να αμβλύνει τις συνέπειες των μέτρων.

Οι άμεσες συνέπειες

Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ», οι άμεσα ορατές ανατροπές στον εργασιακό τομέα που συνδέονται με τη μείωση των αμοιβών και την αλλαγή στις κλαδικές συμβάσεις αφορούν τα εξής:

Πρώτον, από 1ης Μαρτίου μειώνονται κατά 22% οι κατώτατοι μισθοί και τα ημερομίσθια, δημιουργώντας τεράστιο βιοποριστικό ζήτημα σε 360.000 εργαζομένους της χώρας που αμείβονται στα όρια της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Η μείωση για τους νέους κάτω των 25 ετών είναι υψηλότερη και φθάνει το 32% του υφιστάμενου κατώτατου μισθού.

Δεύτερον, οι μειώσεις αυτές συμπαρασύρουν - προς τα κάτω - μια σειρά κοινωνικών και άλλων παροχών που συνδέονται άμεσα με το ύψος του κατώτατου μισθού της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Τρίτον, οι ανατροπές στις κλαδικές συμβάσεις και η «μερική - σε χρόνο αλλά και σε περιεχόμενο - διατήρηση» της μετενέργειας επιφέρουν μειώσεις μισθών που ενδέχεται να ξεπεράσουν ακόμη και το 40%.


«Ψάχνονται οι εργοδότες

Κινητικότητα εν όψει της ισχύος των νέων μειωμένων αμοιβών επικρατεί και στον χώρο των εργοδοτών, οι οποίοι «φυλλομετρούν» τα νέα μέτρα αναζητώντας τρόπους να προχωρήσουν σε μειώσεις μισθών.

Η έμμεση έκκληση του υπουργού Εργασίας κ. Γ. Κουτρουμάνη προς τους εργοδότες να μην εφαρμόσουν το συγκεκριμένο μέτρο δεν φαίνεται να βρίσκει «ευήκοα ώτα».

Ο υπουργός Εργασίας, αναφερόμενος στη μείωση των μισθών από 1ης Μαρτίου, για την εφαρμογή ή μη του μέτρου παρέπεμψε στους εργοδότες. «Η μείωση είναι δικαίωμα αλλά όχι και υποχρέωση του εργοδότη» είπε χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια, ο εργοδότης μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να μην την εφαρμόσει.

Ωστόσο το κλίμα στην αγορά εργασίας είναι διαφορετικό. Εκατοντάδες επιχειρήσεις με την ψήφιση του νόμου αναζητούν τρόπους να προχωρήσουν στη μείωση των μισθών.

Πολλές επιχειρήσεις προχώρησαν άμεσα στη μείωση του κατώτατου μισθού αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου για το νέο μνημόνιο.

Σύμφωνα με την ερμηνευτική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις που προχώρησαν σε μειώσεις μετά τη 14η Φεβρουαρίου - ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου - είναι νομότυπες, παρ' ότι η έναρξή του προσδιορίστηκε για την 1η Μαρτίου.

Ακόμη και επιχειρηματίες που είχαν ταχθεί κατά της μείωσης των μισθών προβληματίζονται κατά πόσον θα αντέξουν τον ανταγωνισμό διατηρώντας το σημερινό ύψος αμοιβών.

Προς κατάργηση οι κλαδικές συμβάσεις

Περιθώριο τριών μηνών για να υπογράψουν νέα κλαδική σύμβαση και να αποφευχθεί η κατάρρευση των μισθών σε κλαδικό επίπεδο δίνει η εξειδίκευση των μέτρων από την κυβέρνηση.

Ωστόσο θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να επέλθει συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για τη διατήρηση παροχών, τη στιγμή που ο νόμος επιτρέπει τη δραστική μείωσή τους.

Ετσι, στην πράξη οι κλαδικές συμβάσεις οδεύουν προς την αδρανοποίησή τους ή ακόμη και την κατάργησή τους, αφού πλέον δεν θα συνάπτονται.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αλλαγή της μετενέργειας και τη μερική διατήρησή της - σε χρόνο αλλά και σε περιεχόμενο -, οδηγεί σε μειώσεις που μπορεί να φθάσουν και το 40%.

Το μνημόνιο προβλέπει τη λήξη των κλαδικών συμβάσεων το αργότερο σε ένα έτος από την ψήφισή του.

Ταυτοχρόνως, η μετενέργεια των κλαδικών συμβάσεων περιορίζεται στους τρεις από τους έξι μήνες. Το τρίμηνο της μετενέργειας ισχύει - από σήμερα - και για τις κλαδικές συμβάσεις που έχουν λήξει.

Εφόσον μετά την πάροδο του τριμήνου δεν υπάρξει νέα κλαδική σύμβαση οι αμοιβές των εργαζομένων επανέρχονται στον βασικό κλαδικό μισθό και διατηρούν μόνο - όπου υπάρχουν - τα εξής τέσσερα επιδόματα: ωρίμασης, τέκνων, εκπαίδευσης και βαρέων επαγγελμάτων.

Κι αυτό γιατί στον νόμο προβλέπεται ρητά πως η δράση της μετενέργειας των κλαδικών συμβάσεων στις ατομικές συμβάσεις αφορά πλέον μόνο συγκεκριμένες αμοιβές.

Ο υπουργός Εργασίας σημειώνει ότι αφορά μόνο «τον βασικό μισθό της κλαδικής σύμβασης» και το κλιμάκιο στο οποίο είναι ενταγμένος ο μισθωτός. Συνεπώς καταργούνται μια σειρά επιδομάτων που διαμορφώνουν - κατά μεγάλο ποσοστό - τις τελικές αμοιβές των εργαζομένων.

Επίσης καταργείται και η τυχόν επιπλέον αμοιβή που έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών, με τη λήξη της μετενέργειας οι αμοιβές θα μειώνονται αυτομάτως, δηλαδή θα τροποποιείται η ατομική σύμβαση εργασίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου.

Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει δραματικές μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Το μνημόνιο αναφέρει πως οι μειωμένοι μισθοί θα ισχύουν έως ότου υπάρξει νέα σύμβαση, συλλογική ή ατομική.

Ολοταχώς προς ατομικές συμβάσεις

Είναι ωστόσο σαφές πως οι εργαζόμενοι θα πιεστούν να συμφωνήσουν (σε ατομικό επίπεδο) σε χαμηλότερες αμοιβές υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» της απόλυσης.

Η αδυναμία σύναψης συλλογικής σύμβασης για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι δεδομένη με το νέο αυτό καθεστώς.

Τούτο καθίσταται απολύτως αδύνατο λόγω ενός επιπλέον γεγονότος. Οτι η προσφυγή στη διαιτησία δεν είναι πλέον εφικτή, αφού απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών (εργοδοτών και εργαζομένων).

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ