A- A+
Οι 5 αλλαγές στον εξωδικαστικό συμβιβασμό που ζητούν οι τράπεζες - Ποιους δεν συμφέρουν
Επαγγελματίες με χρέη έως 50.000 ευρώ και όσοι έχουν λάβει προσωπικό δάνειο για τη δουλειά τους είναι οι χαμένοι των αλλαγών στον εξωδικαστικό συμβιβασμό που ζητούν οι τράπεζες.

Την Τρίτη μίλησε για το θέμα στη Βουλή ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) Νικόλαος Καραμούζης, ο οποίος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο ο νόμος να μείνει στην πράξη ανεφάρμοστος.

Αναλυτικότερα, οι 5 αλλαγές που ζητούν στο νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό οι τράπεζες είναι οι εξής:

1) Πεδίο εφαρμογής του νόμου

Σύμφωνα με τις τράπεζες, ο νόμος θα πρέπει να εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο σε εμπορικές/επιχειρηματικές οφειλές και να μην διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του ιδίως σε περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων.

Διότι, αν υιοθετηθεί αυτό, τότε κάθε φυσικό πρόσωπο - έμπορος θα μπορεί να εντάξει στη διαδικασία του νόμου και κάθε άλλη προσωπική του οφειλή, όπως π.χ. το στεγαστικό του δάνειο.

Θα κινδυνεύει, με αυτόν τον τρόπο, ο νόμος να οδηγεί στο άτοπο – όπως το χαρακτηρίζουν – αποτέλεσμα, οι έμποροι να κηρύσσονται σε πτώχευση για τις ατομικές καταναλωτικές τους οφειλές.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕΤ έχει προτείνει τη διαγραφή της φράσης «αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία», ώστε ο νόμος να καλύπτει αποκλειστικά και μόνο οφειλές προερχόμενες από την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη.

2) Ελάχιστο όριο συνολικών οφειλών

Η ΕΕΤ είχε αρχικά προτείνει ως ελάχιστο συνολικό ύψος οφειλών έναντι όλων των πιστωτών το ποσό των 150.000 ευρώ.

Κατά το στάδιο των συζητήσεων, η ΕΕΤ υποχώρησε και έθεσε το όριο σε 50.000 ευρώ.

Στο σχέδιο νόμου το ελάχιστο όριο οφειλών καθορίζεται στις 20.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η διαδικασία με σημαντικό αριθμό επιπλέον αιτήσεων.

Με τη διεύρυνση αυτή ο νόμος θα χάσει τον προσανατολισμό του και θα αχρηστευθεί στην πράξη.

Το ηλεκτρονικό σύστημα, οι συντονιστές, οι υπάλληλοι του Δημοσίου και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως ασφαλώς και οι τράπεζες θα πρέπει, ανάλογα με τη σειρά προτεραιότητας υποβολής της αιτήσεως, να ασχολούνται με ασήμαντες πλην χρονοβόρες υποθέσεις.

Αποτέλεσμα οι σημαντικοί οφειλέτες να έχουν την άνεση να διαφεύγουν, αλλά και να απέχουν από κάθε πρωτοβουλία ρύθμισης των οφειλών τους.

Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τότε μόνο οφειλέτες με σημαντικά χαμηλές οφειλές θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον συμμετοχής και το όφελος θα είναι ασήμαντο.

3) Να καταργηθεί η διαδικασία δικαστικής επικύρωσης και να δοθεί δικαίωμα τριτανακοπής στους θιγούμενους τρίτους

Για αδιέξοδο κάνουν λόγο οι τράπεζες λόγω της υπερφόρτωσης των δικαστηρίων.

Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνουν ότι σήμερα οι εκκρεμείς αιτήσεις του νόμου Κατσέλη ανέρχονται τουλάχιστον σε 155.000 και υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η δικάσιμος έχει προσδιοριστεί για το 2032.

Η ΕΕΤ θεωρεί ότι το πρακτικό του εξωδικαστικού συμβιβασμού θα πρέπει απλά και μόνο να κατατίθεται προς επικύρωση στο Δικαστήριο, καθώς η μέσω του Πολυμελούς Πρωτοδικείου επικύρωση των συμβάσεων αναδιάρθρωσης οφειλών, η οποία προτείνεται στο σχέδιο νόμου, επιβαρύνει χρονικά τη διαδικασία σε μεγάλο βαθμό.

Με τον πλέον αισιόδοξο υπολογισμό η διαδικασία θα διαρκεί περίπου 18 μήνες. Η ΕΕΤ προτείνει:

1) για την προστασία του οφειλέτη να είναι υποχρεωτική η προσυπογραφή της αιτήσεώς του για συμμετοχή στον εξωδικαστικό μηχανισμό από δικηγόρο.

2) Το πρακτικό αναδιάρθρωσης να κατατίθεται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου.

3) Κάθε τρίτος πιστωτής που θεωρεί ότι θίγεται από τη συμφωνία, να έχει το δικαίωμα ασκήσεως τριτανακοπής εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κατάθεση του πρακτικού.

4) Υποβολή της αίτησης αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικά μέσα

Υλοποίηση των απαιτούμενων ηλεκτρονικών υποδομών Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο όγκο των αιτήσεων που αναμένεται να υποβληθούν με την έναρξη ισχύος του νόμου, καθίσταται σαφές ότι η υποβολή αυτών σε έγχαρτη μορφή, ή σε ηλεκτρονική πλην μη επεξεργάσιμη, μορφή (PDF), θα οδηγήσει σε υπερφόρτωση του συστήματος λόγω αδυναμίας ηλεκτρονικής επεξεργασίας των αιτήσεων και των στοιχείων που θα τις συνοδεύουν, καθιστώντας τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία αναποτελεσματική.

Η ΕΕΤ θεωρεί ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια και θα καταστήσει το νόμο ανενεργό.

5) Μη αναστολή της ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης, όσο διαρκεί η διαδικασία επικύρωσης από το Δικαστήριο

Οι τράπεζες είναι αντίθετες με τη διαδικασία της δικαστικής επικύρωσης, ωστόσο, αν αυτή διατηρηθεί, τότε θα πρέπει ρητά να προβλεφθεί ότι η υποβολή της αιτήσεως επικύρωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της συμφωνίας αναδιάρθρωσης.

Σύμφωνα με τις τράπεζες ο νόμος θα πρέπει να προβλέπει, ότι από την κατάθεση της αιτήσεως, μέχρι και την έκδοση αποφάσεως δεν θα αναστέλλεται κάθε διαδικασία είσπραξης της απαιτήσεως από τον οφειλέτη, και μάλιστα ακόμη και το προπαρασκευαστικό στάδιο του κώδικα δεοντολογίας.

Επίσης, θα πρέπει να απαλειφθεί το άρθρο που προβλέπει ότι μόνη η κατάθεση της αιτήσεως θα αναστέλλει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας.

Εάν ανασταλεί η εφαρμογή του κώδικα, τότε ο οφειλέτης θα μπορεί με την απλή υποβολή της αιτήσεως να καταλύει όχι μόνο κάθε δικαστική αλλά και κάθε εξώδικη διαδικασία.

Το ορθό είναι να αναστέλλεται η εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας μόνο μετά την αξιολόγηση της αιτήσεως (δηλαδή αφού διαπιστωθεί η πληρότητά της) και εισέλθουμε στο στάδιο ψηφοφορίας των δανειστών.

Τέλος, οι τράπεζες εκτιμούν ότι η ρύθμιση του άρθρου 13 περί αυτοδίκαιης αναστολής των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί την κατεξοχήν ρύθμιση που είναι ευεπίφορη σε καταχρήσεις από κακόπιστους οφειλέτες.

Ζητούν η απόφαση άρσης της αναστολής να λαμβάνεται από την πλειοψηφία του 60% των απαιτήσεων των πιστωτών, κατ' αναλογία με τα ισχύοντα για την επίτευξη του εξωδικαστικού συμβιβασμού.